«Πήγαμε κι εμείς μετανάστες, και ξέρουμε». Ξέρουμε, όντως; Θυμόμαστε, δηλαδή; Δεν είναι πραγματικά οξύμωρο το γεγονός ότι, ακριβώς την ώρα που η προοπτική της μετανάστευσης χτυπάει ξανά την πόρτα πολλών νέων ανθρώπων στην Ελλάδα, τα ποσοστά της ακροδεξιάς ανεβαίνουν διαρκώς;
Πιθανότατα, δεν είναι τα παιδιά των Γκασταρμπάιτερ που θα σκεφτούν ότι «οι ξένοι μας παίρνουν τις δουλειές» ή ότι «οι μετανάστες φταίνε για την κρίση». Είναι, όμως, οι γείτονές τους, οι συμμαθητές τους στο σχολείο, οι φίλοι των φίλων τους. Εκείνοι που δεν έχουν ακούσει τις «δικές μας» μεταναστευτικές ιστορίες.
Αυτές τις ιστορίες αναζητήσαμε: Ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, που είτε λίγο καιρό πριν –εξαιτίας της κρίσης– είτε αρκετές δεκαετίες πίσω, εξαιτίας μιας άλλης, σοβαρότερης και βαθύτερης κρίσης, αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν. Κάποιοι από αυτούς επέστρεψαν και ζουν σήμερα στην Ελλάδα. Άλλοι έμειναν στην καινούρια τους πατρίδα, απέκτησαν παιδιά και εγγόνια, τα είδαν να φεύγουν και σε κάποιες περιπτώσεις να επιστρέφουν πάλι.
Σχεδόν όλοι, πάντως, συμφωνούν σε ένα πράγμα: Αν είχαν την επιλογή να επιστρέψουν, θα το έκαναν χωρίς δεύτερη σκέψη. Κανείς δεν μεταναστεύει, αν δεν αναγκαστεί να το κάνει.
«Η ιστορία των γονιών μου είναι η κλασική ιστορία μεταναστών του τέλους της δεκαετίας του ’60» διηγείται ο Νίκος, 37 χρονών, που γεννήθηκε στη Γερμανία και επέστρεψε εκεί αρκετές φορές μέχρι να εγκατασταθεί, τελικά, μόνιμα στην Ελλάδα. «Η Ήπειρος, απ’ όπου κατάγομαι, έμεινε ουσιαστικά τότε χωρίς πληθυσμό, γιατί έφευγαν όλοι μετανάστες στο εξωτερικό. Ο κανόνας ήταν κάθε χωριό να πηγαίνει σε συγκεκριμένο μέρος –της Γερμανίας ή του Βελγίου, κατά κανόνα. Οι δικοί μου πήγαν σε ένα μέρος κοντά στο Ντόρτμουντ, στη Βεστφαλία. Όλη αυτή η περιοχή, γύρω από την Κοιλάδα του Ρήνου, είχε βαριά βιομηχανία, χαλυβουργία κατά βάση, και χρειαζόταν εργατικό δυναμικό. Οι γονείς μου έφυγαν γρήγορα από εκείνο το κομμάτι, της βιομηχανίας, ανοίγοντας το κλασικό εστιατόριο ελληνικής κουζίνας.
“Εγώ γεννήθηκα στη Γερμανία, ήρθα στην Ελλάδα την δεκαετία του ’80 –τότε που έπνεε ο σοσιαλιστικός άνεμος της αλλαγής– και ξαναγύρισα στη Γερμανία όταν ήμουν ήδη αρκετά μεγάλος, στην Δ’ Δημοτικού. Τη δεύτερη φορά ήταν τραυματική η επιστροφή, και για εμένα και για την αδελφή μου, που ήταν μεγαλύτερη (στην ΣΤ’ Δημοτικού) γιατί αποκοπήκαμε από το περιβάλλον μας σε μεγάλη σχετικά ηλικία. Στη Γερμανία παρακολουθούσα ελληνικό σχολείο, με την προοπτική της επιστροφής στην Ελλάδα.
Το όνειρο της επιστροφής για την πρώτη γενιά των μεταναστών, ξέρεις, ήταν πολύ ισχυρό. Τελικά, όμως, η μεγάλη πλειοψηφία δεν τα κατάφερε. Είχαν δημιουργηθεί στη Γερμανία άλλες ανάγκες. Και όταν επέστρεφαν, οι περισσότεροι ήταν σαν ξένο σώμα, δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στον ελληνικό τρόπο ζωής. Οι γονείς μου, που γύρισαν τελικά, θεωρώ ότι ανήκουν σε μια ευτυχή μειοψηφία. Οι μετανάστες της δεύτερης γενιάς, τώρα, ακολουθούν την πορεία τους εκεί. Μια πορεία που δεν είναι καθόλου βέβαιη, όμως, γιατί γενικά το ποσοστό εξειδίκευσής τους είναι χαμηλό, και η πρόσβαση στην αγορά εργασίας περιορισμένη –οπότε μιλάμε για υψηλά ποσοστά ανεργία.
Εγώ προσωπικά στη Γερμανία ένιωθα ότι είμαι ξένος. Δεν μπόρεσα να γίνω κομμάτι, ήμουν πλέον αρκετά μεγάλος και το τραύμα ήταν έντονο. Οι δυσκολίες στην καθημερινότητα ήταν πάρα πολλές. Δυσκολίες ενσωμάτωσης, στην ουσία: Η ξένη γλώσσα, το ότι πρέπει να προσαρμοστείς σε μία διαφορετική κουλτούρα. Το ελληνικό σχολείο είναι δίκοπο μαχαίρι από αυτήν την άποψη: Από την μία, μας άνοιξε την πόρτα στην Ελλάδα, όταν επιστρέψουμε να μην μοιάζουμε με εξωγήινους. Από την άλλη, όμως, στη Γερμανία λειτουργεί σαν γκέτο. Οι μετανάστες δεύτερης γενιάς που πηγαίνουν στο ελληνικό σχολείο είναι καμένοι από χέρι. Ούτε στη γερμανική κοινωνία μπορούν μετά να ενσωματωθούν, ούτε στην ελληνική αν επιστρέψουν εδώ, γιατί έχουν μεγαλώσει αλλού και τους λείπουν βασικές γνώσεις της ελληνικής πραγματικότητας”.
Το φαινόμενο το ρατσισμού τότε υπήρχε, αλλά όχι έντονο. Οι Γερμανοί τους Έλληνες μας κατατάσσουν στους λαούς του Νότου, μαζί με τους Ισπανούς και τους Ιταλούς. Από τη μία επειδή έρχονται διακοπές στη χώρα σου, και από την άλλη επειδή είσαι μετανάστης μεν, χριστιανός δε, ιδιαίτερα φαινόμενα ρατσισμού δεν αντιμετωπίζεις. Ο βασικός ρατσισμός διοχετεύεται προς τους Τούρκους. Εμάς μας θεωρούν απλώς λίγο τεμπέληδες, λίγο ψεύτες, όλα αυτά τα στερεότυπα που έχουν για τους Νότιους, τα οποία μπορεί να γεννούν μια καχυποψία στις καθημερινές συναναστροφές, αλλά μέχρι εκεί. Υπάρχει ταυτόχρονα και μια ζήλια, γιατί είσαι κατά κάποιο τρόπο «κομμάτι» του ζηλευτού προορισμού τους, του τόπου όπου ονειρεύονται να πάνε διακοπές.
Το μεγάλο ρατσισμό τον υφίστανται οι Τούρκοι, που είναι ένας τεράστιος συμπαγής πληθυσμός στη Γερμανία –μιλάμε για το 50-60% των μεταναστών στη Γερμανία. Και πάλι, όμως, όταν λέμε μεγάλο ρατσισμό, μην πάει το μυαλό σου σε ακραίες καταστάσεις: Ακριβώς λόγω του παρελθόντος και της Ιστορίας τους, τον οργανωμένο ρατσισμό τον κυνηγά η ίδια η πολιτεία. Οι δομές ενσωμάτωσης εκεί είναι τελείως διαφορετικές. Η χειρότερη μορφή ρατσισμού που μπορείς να αντιμετωπίσεις είναι η λεκτική βία –στις περισσότερες περιπτώσεις είναι απλώς ένα βλέμμα κακό, ή ένα πικρόχολο σχόλιο. Περισσότερα προβλήματα υπήρχαν εκεί όπου οι μετανάστες δημιουργούσαν γκέτο. Και πάλι, όμως, δεν έφτανε σε ανοιχτά πογκρόμ και τέτοια φαινόμενα.
Η λέξη ενσωμάτωση ήταν τότε πολύ ψηλά στην πολιτική ατζέντα. Πλέον είναι λιγότερο, γιατί σε μεγάλο ποσοστό έχει επιτευχθεί. Τα παιδιά των μεταναστών που γεννιούνται εκεί έχουν ασυζητητί το δικαίωμα να πάρουν την γερμανική ιθαγένεια.
Τώρα που η κρίση μπαίνει στην ατζέντα με πικρό και επώδυνο τρόπο, θα ήταν ψέμα να σου πω ότι δεν σκέφτομαι την επιστροφή. Για μένα, όμως, θα ήταν λύση ανάγκης. Υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων που φεύγει ανακουφισμένη, και αναθεματίζοντας κατά κάποιο τρόπο –βρήκα δουλειά, επιτέλους, αναδείχθηκαν τα προσόντα μου και δεν σας έχω ανάγκη. Για μένα θα λειτουργούσε μόνο σαν λύση ανάγκης, γιατί γνωρίζω την κοινωνία εκεί και τα ζητήματα κοινωνικοποίησης που θα είχα. Δεν είναι μόνο να βρεις δουλειά και να βγάλεις τα προς το ζην. Είναι και πώς θα είναι η καθημερινότητά σου εκεί πέρα. Όπως και να το κάνεις, μιλάμε για μια ξένη χώρα, για μια κοινωνία με συγκεκριμένη δομή, η οποία μου αρέσει λιγότερο απ’ ότι της Ελλάδας. Οι κοινωνικές σχέσεις εδώ είναι πιο ουσιαστικές, και πιο εύκολες. Άσε που εδώ έχει και ήλιο.
Αγορά αυτοκινήτου από τη Γερμανία – Οι 19 δημοφιλέστερες ιστοσελίδες
Jobcenter: Τι ισχύει για άτομα κάτω των 25 σχετικά με τα Επιδόματα