Φραγκφούρτη: Επίθεση σε περαστικούς κοντά στην πόλη- 4 Τραυματίες
Γερμανία: Παράταση της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα- Μέχρι πότε ισχύει;
Αν ρωτήσουμε κάποιον στην τύχη «τι γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου», το πιθανότερο είναι να μας απαντήσει «το ΟΧΙ». Ενδεχομένως να γνωρίζει και ότι το είπε ο Ιωάννης Μεταξάς. Τι γνωρίζει όμως για τον ίδιο τον Μεταξά και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είπε το περίφημο ΟΧΙ; Μπορεί και τίποτα, όπως διαπίστωσα βλέποντας το έκπληκτο βλέμμα ενός εφήβου, όταν του είπα ότι ο Μεταξάς ήταν δικτάτορας. Ενώ σε γενικές γραμμές οι μαθητές γνωρίζουν για τη δικτατορία του Παπαδόπουλου, αγνοούν το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του 1936 και στο μυαλό τους ο Μεταξάς είναι μάλλον ένας γενναίος πρωθυπουργός που αρνήθηκε περήφανα να παραδώσει τη χώρα του στους Ιταλούς. Αυτή η άγνοια δεν μπορεί παρά να συνδέεται με τον τρόπο με τον οποίο περιγράφεται το καθεστώς στα σχολικά βιβλία.
Στο βιβλίο της Έκτης Δημοτικού διαβάζουμε: «Κατά τον Μεσοπόλεμο η Ελλάδα ταλανιζόταν από εσωτερική πολιτική αστάθεια. Τα πολιτικά κόμματα εναλλάσσονταν συχνά στην εξουσία, ενώ δεν έλειψαν και τα πραξικοπήματα που οργάνωναν αξιωματικοί του στρατού. Με την άνοδο του φασιστικού κόμματος στην Ιταλία και του ναζιστικού κόμματος στη Γερμανία φάνηκαν και πάλι τα σύννεφα του πολέμου πάνω από την Ευρώπη. Καθώς τα πολιτικά κόμματα έριζαν μεταξύ τους και στη χώρα επικρατούσε κοινωνική αναταραχή που εκφραζόταν με πορείες, διαδηλώσεις και απεργίες, ανέλαβε την εξουσία ο υπουργός των Στρατιωτικών Ιωάννης Μεταξάς. Στις 4 Αυγούστου του 1936 ο Μεταξάς, στον οποίο είχε αναθέσει την πρωθυπουργία ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, διέλυσε τη Βουλή και επέβαλε δικτατορία. Ο Μεταξάς άσκησε διώξεις εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων και προσπάθησε, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, να προσεγγίσει τους αγρότες και τους εργάτες με διάφορα κοινωνικά μέτρα. Ως έμπειρος στρατιωτικός, φρόντισε να προετοιμάσει τη χώρα για τον πόλεμο που ερχόταν. Παράλληλα, ενώ επικαλούνταν την ουδετερότητα, ακολούθησε σταθερή πολιτική φιλίας με τη Βρετανία, τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της εποχής».
Η ηλικία των παιδιών είναι μικρή και θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το σχολικό βιβλίο δεν θα μπορούσε να είναι πιο αναλυτικό στην περιγραφή ενός δικτατορικού καθεστώτος. Η φράση, όμως, ότι ο Μεταξάς «ως έμπειρος στρατιωτικός, φρόντισε να προετοιμάσει τη χώρα για τον πόλεμο που ερχόταν» δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει στο παιδικό μυαλό θετικούς συνειρμούς. Ήταν όμως πράγματι έτσι;
Η ηλικία των παιδιών είναι μικρή και θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το σχολικό βιβλίο δεν θα μπορούσε να είναι πιο αναλυτικό στην περιγραφή ενός δικτατορικού καθεστώτος. Η φράση, όμως, ότι ο Μεταξάς «ως έμπειρος στρατιωτικός, φρόντισε να προετοιμάσει τη χώρα για τον πόλεμο που ερχόταν» δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει στο παιδικό μυαλό θετικούς συνειρμούς. Ήταν όμως πράγματι έτσι; Στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» τα πράγματα παρουσιάζονται κάπως διαφορετικά, καθώς διαβάζουμε ότι «το ενδεχόμενο ιταλικής επιθέσεως από την ξηρά δεν είχε απασχολήσει το Γενικό Επιτελείο. Ως έναν βαθμό η παράλειψη αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί, αφού έως τότε δεν υπήρχε η δυνατότητα πραγματοποιήσεως παρόμοιας επιθέσεως από την Ιταλία. Εκείνο όμως που προκάλεσε δικαιολογημένες επικρίσεις κατά του Γενικού Επιτελείου, και φυσικά της κυβερνήσεως, ήταν η παραμέληση κάθε πολεμικής προετοιμασίας για παρόμοιο ενδεχόμενο, ακόμη και η εκπόνηση ενός πολεμικού σχεδίου που να καλύπτει τον κίνδυνο αυτό». Μπορεί, λοιπόν, η κυβέρνηση να κατηγορήθηκε για ανεπαρκή προετοιμασία εν όψει του κινδύνου, στο σχολικό βιβλίο, ωστόσο, δεν γίνεται καμία σχετική νύξη – το αντίθετο.
Η «χαλαρή» περιγραφή του δικτατορικού καθεστώτος δεν παρατηρείται μόνο στο βιβλίο Ιστορίας του δημοτικού αλλά και σε αυτό της Γ’ Γυμνασίου και της Γ’ Λυκείου. Στο πρώτο διαβάζουμε ότι «Όνειρο του Ι. Μεταξά ήταν η δημιουργία στην Ελλάδα ενός καθεστώτος κατά τα πρότυπα της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας. Όμως, μαζικό φασιστικό κόμμα στην Ελλάδα δεν υπήρχε. Ο δικτάτορας δοκίμασε να αναπληρώσει το κενό με τη δημιουργία της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ), αλλά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος διέκοψε την προσπάθειά του. Παράλληλα, προσπάθησε να προσεταιριστεί τους αγρότες και τους εργάτες τόσο με συστηματική προπαγάνδα όσο και με τη λήψη ορισμένων κοινωνικών μέτρων [ρύθμιση αγροτικών χρεών, λειτουργία του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ)]. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, ωστόσο, δεν απέκτησε ποτέ ισχυρή κοινωνική στήριξη. Yπό την έννοια αυτή, διέφερε από τον φασισμό και από τον ναζισμό. Ο Μεταξάς περιορίστηκε στην οργάνωση ενός αυταρχικού κράτους που καταδίωξε τους αντιπάλους του, ιδίως τους κομμουνιστές».
Aς πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Η αναφορά στο ΙΚΑ υπάρχει και στο βιβλίο της Γ’ Λυκείου, όπου αναφέρεται ότι «Η λήψη, για πρώτη φορά, σοβαρών μέτρων στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης −όπως ιδιαίτερα η σύσταση του ΙΚΑ, το 1937− προσφερόταν για να αμβλύνει την κοινωνική αντίδραση, χωρίς όμως να μπορέσει να την εξαλείψει». Τα τελευταία χρόνια όλο και πιο συχνά διαβάζουμε ότι η ίδρυση του ΙΚΑ είναι ένα από τα θετικά μέτρα τα οποία οφείλουμε στον Μεταξά και κάτι τέτοιο τείνει να θεωρηθεί δεδομένο. Υπάρχει, όμως, μια λεπτομέρεια. Το 1932 κατατέθηκε από τους Φιλελεύθερους προς ψήφιση για πρώτη φορά ο νόμος που προέβλεπε την ίδρυση του ΙΚΑ. Ψηφίστηκε το 1934, όταν στην κυβέρνηση βρισκόταν το Λαϊκό Κόμμα, και προβλεπόταν να λειτουργήσει δύο χρόνια μετά – ο Μεταξάς, λοιπόν, απλώς εφάρμοσε ό,τι ήταν ήδη νομοθετημένο. Όσο για τη ρύθμιση των αγροτικών χρεών, η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» είναι σαφής: «Η ρύθμιση όμως αυτή δεν έλυνε το πρόβλημα της χρηματοδοτήσεως της αγροτικής παραγωγής – ανακούφιζε μόνο προσωρινά τους αγρότες, οι οποίοι χρεώθηκαν εκ νέου, αυτήν τη φορά στην Αγροτική Τράπεζα, αφενός για την εξόφληση των παλαιών χρεών και αφετέρου με τη σύναψη νέων δανείων». Πού ακριβώς εντοπίζουν, λοιπόν, οι συγγραφείς του σχολικού βιβλίου εκ μέρους της μεταξικής κυβέρνησης τη «λήψη, για πρώτη φορά, σοβαρών μέτρων στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης»;
Διαβάζουμε στη συνέχεια ότι «Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, ωστόσο, δεν απέκτησε ποτέ ισχυρή κοινωνική στήριξη. Yπό την έννοια αυτή διέφερε από τον φασισμό και από τον ναζισμό». Ο συντάκτης εννοεί ότι ο φασισμός και ο ναζισμός είχαν μεγαλύτερη απήχηση απ’ ό,τι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, ο μαθητής του γυμνασίου, ωστόσο, είναι πιθανότερο να αντιλαμβάνεται ότι επρόκειτο για καθεστώς διαφορετικής «ποιότητας». Εξάλλου «ο Μεταξάς περιορίστηκε στην οργάνωση ενός αυταρχικού κράτους που καταδίωξε τους αντιπάλους του, ιδίως τους κομμουνιστές». Στο βιβλίο του λυκείου, δε, παρατίθεται ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Παναγιώτη Βατικιώτη «Μια πολιτική βιογραφία του Ιωάννη Μεταξά», όπου αναφέρεται ότι «το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν κατά κύριο λόγο σχετικά ήπιο, πιο κοντά στο ιταλικό […] παρά στο γερμανικό μοντέλο. […] Το καθεστώς έχτισε σχολεία, εξέτασε και επενεξέτασε προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης, από το 1940 υιοθέτησε νέο αστικό κώδικα και ενθάρρυνε την καθιέρωση της δημοτικής».
Ήταν, λοιπόν, «σχετικά ήπιο» το μεταξικό καθεστώς; Στις 4 Αυγούστου 1936, ο βασιλιάς εξέδωσε με πρόταση της κυβέρνησης Μεταξά δύο βασιλικά διατάγματα. Με το πρώτο αναστέλλονταν οι σημαντικότερες συνταγματικές εγγυήσεις των ατομικών ελευθεριών, ενώ με το δεύτερο διαλυόταν η Γ’ Αναθεωρητική Βουλή. «Τη στέρηση των συνταγματικών ελευθεριών του λαού ήλθαν να συμπληρώσουν σε βασικούς τομείς αναγκαστικοί όροι και διατάγματα. Ένας από τους βασικούς στόχους του καθεστώτος, η καταπολέμηση του κομμουνισμού, υπήρξε το πρόσχημα και το πλαίσιο στο οποίο δόθηκαν τέτοιες διαστάσεις και προεκτάσεις, ώστε καταργήθηκε κάθε ιδέα ελευθερίας και δικαίου» διαβάζουμε στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», όχι όμως και στα σχολικά βιβλία.
Ο ίδιος ο Μεταξάς φαίνεται να είναι πολύ πιο ειλικρινής σχετικά με τις προθέσεις του, όταν ήδη από τον Ιανουάριο του 1934 γράφει στην «Καθημερινή»: «Για εμάς τους Έλληνες το πρόβλημα δεν είναι πώς θα μείνουμε στον κοινοβουλευτισμό, αλλά από ποια πόρτα θα εξέλθουμε από αυτόν: από την πόρτα του κομμουνισμού ή από την πόρτα του εθνικού κράτους». Στο διάγγελμά του την 4η Αυγούστου είναι πλέον σαφής: «Για την ώρα δεν γίνεται ζήτημα να διεξαχθούν εκλογές. Εκείνοι από σας που, στο παρελθόν, ανήκαν σε κόμματα, βρίσκονται τώρα υποχρεωμένοι να τα ξεχάσουν τελείως: δεν υπάρχουν πια κόμματα στην Ελλάδα. Το παλιό κοινοβουλευτικό σύστημα έχει για πάντα εξαφανιστεί. Η κυβέρνηση είναι σταθερή και διαρκής και θα εφαρμόσει το παρόν σύστημα έως ότου ολοκληρώσει την πλήρη αποκατάσταση της ελληνικής κοινωνίας». Οι χιλιάδες συλλήψεις και εκτοπίσεις, οι δολοφονίες κρατουμένων, τα βασανιστήρια, η λογοκρισία, δεν βρίσκουν θέση στα σχολικά βιβλία που περιγράφουν το «σχετικά ήπιο» καθεστώς. Αναφέρεται, ωστόσο, ότι «το καθεστώς έχτισε σχολεία». Ούτε λέξη όμως για την προσπάθεια που έγινε να εμποδιστεί η πρόσβαση των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων στην −πέρα από τη βασική− εκπαίδευση, όπως γίνεται σαφές στον απολογισμό του πρώτου έτους της δικτατορίας: «Διά της ασυλλογίστου ιδρύσεως ημιγυμνασίων και γυμνασίων […] προεκλήθη η τροπή των νέων προς την κλασσικήν εκπαίδευσιν […]. Προς θεραπείαν του ατόπου τούτου η κυβέρνησις προέβη εις την κατάργησιν των ημιγυμνασίων […] και την ελάττωσιν των λυκείων […] ούτως ώστε οι απόφοιτοι των σχολείων τούτων να ικανοποιούν τας κοινωνικάς και κρατικάς ανάγκας χωρίς να προστίθενται εις το λεγόμενον διανοητικόν προλεταριάτον».Προς αυτή την κατεύθυνση, άλλωστε, συνέτεινε και η επιβολή εκπαιδευτικών τελών, η οποία λειτουργούσε αποτρεπτικά για τους οικονομικά ασθενείς, μεγαλώνοντας το χάσμα ανάμεσα στη μορφωμένη ελίτ και στην αμόρφωτη πλειονότητα.
Το μόνο παρήγορο είναι πως σε όλα τα σχολικά βιβλία τονίζεται ότι ο Μεταξάς δεν είχε την αποδοχή της ελληνικής κοινωνίας. Για μια μόνο στιγμή κατάφερε να εκφράσει το συλλογικό αίσθημα, εκών άκων. Ο Σεφέρης γράφει: «Όταν ήρθε η 28η, δεν μπόρεσε να ιδεί (ο Μεταξάς) ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον Γκράτσι την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η ημέρα εκείνη δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου».
Η συρρίκνωση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, η εκδίωξη προοδευτικών εκπαιδευτικών, η υποχρεωτική ένταξη των μαθητών στην ΕΟΝ, η προσπάθεια δημιουργίας μιας καθαρά φασιστικής εκπαίδευσης που προέβαλλε ως πρότυπο τη σπαρτιατική αγωγή και την τυφλή υποταγή στον αρχηγό, ενώ επέβαλλε τον υποχρεωτικό τακτικό εκκλησιασμό, δεν αναφέρονται πουθενά. Πουθενά δεν συναντάμε και τον «Γ’ Ελληνικό Πολιτισμό», την ιδεολογία του οποίου διακήρυσσε ο δικτάτορας, ακολουθώντας το μοντέλο της φασιστικής Ιταλίας του Μουσολίνι. Αλλά και το δημόσιο κάψιμο των «προοδευτικών» βιβλίων κατά τα πρότυπα της ναζιστικής Γερμανίας αποσιωπάται, ενώ θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιηθεί, για παράδειγμα, ακόμα και στο βιβλίο του δημοτικού το γλαφυρό απόσπασμα από το «Καπλάνι της βιτρίνας» της Άλκης Ζέη: «Γύρω στη φωτιά στεκότανε κόσμος, πιο πολύ παιδιά με τα σχολεία τους. Δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Σε λίγο, έφτασαν δυο άντρες που κουβαλούσαν μεγάλα τσουβάλια στους ώμους τους. Αναμέρισαν σπρώχνοντας τον κόσμο και σαν έφτασαν κοντά στη φωτιά, άδειασαν τα τσουβάλια τους. Ήτανε βιβλία! “Τι κάνουνε;” ρώτησε ο Αλέξης ένα παιδί, που στεκότανε δίπλα μας. “Καίνε τα βλαβερά βιβλία” απάντησε κείνο”.
Είναι νομίζω φανερό για ποιον λόγο οι μαθητές, αν και έχουν διδαχθεί στο δημοτικό, στο γυμνάσιο και στο λύκειο για το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, στην ουσία έχουν μια μάλλον στρεβλή εικόνα του. Η παρουσίαση του ΟΧΙ και των συνθηκών κάτω από τις οποίες ειπώθηκε είναι εξίσου νεφελώδεις. «Η άρνηση του Μεταξά εξ ονόματος όλων των Ελλήνων σήμανε την αρχή του πολέμου» και «Η άρνηση του Μεταξά καταγράφηκε στη συνείδηση του ελληνικού λαού ως ΟΧΙ» αναφέρεται στα βιβλία του δημοτικού και του γυμνασίου χωρίς περαιτέρω σχόλια ή πληροφορίες. Στο βιβλίο του λυκείου η περιγραφή είναι πιο… ηρωική: «Ο Ιωάννης Μεταξάς απέρριψε την ιταμή αξίωση: η Ελλάδα θα υπεράσπιζε, έστω και με τα όπλα, τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Η αντίδραση του Έλληνα πρωθυπουργού θα συνοψιστεί έκτοτε στη λέξη ΟΧΙ. Την ίδια στάση υιοθέτησαν αμέσως και όλοι οι Έλληνες, σπεύδοντας με ενθουσιασμό στο μέτωπο των επιχειρήσεων και στηρίζοντας έκτοτε με κάθε μέσο την αντίσταση στον εισβολέα». Επιπλέον, παρατίθεται ένα απόσπασμα στο οποίο ο Εμμανουέλε Γκράτσι, ο Ιταλός πρέσβης, μαρτυρά την αντίδραση του Μεταξά μετά την επίδοση του ιταλικού τελεσιγράφου: «Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Μέσα από τα γυαλιά του έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και με φωνή λυπημένη, αλλά σταθερή μου είπε: “Alors, c’ est la guerre”(Λοιπόν, έχουμε πόλεμο)».
Ο παρατηρητικός μαθητής θα προσέξει ότι ο Μεταξάς δεν είπε ποτέ ΟΧΙ. Αντίθετα, έκανε τη διαπίστωση ότι το τελεσίγραφο δεν του άφηνε κανένα περιθώριο – στην ουσία τον υποχρέωνε να το απορρίψει. Ο ίδιος ο Γκράτσι θα παραδεχθεί ότι «τα πάντα είχαν υπολογισθεί ώστε ο πόλεμος να καταστεί αναπόφευκτος». Όπως τονίζει ο Βασίλης Ραφαηλίδης: «Ξέρει ο Γκράτσι πως η απάντηση θα είναι όχι, δεν σας δίνουμε την άδεια. Και στο βάθος θα δυσαρεστούνταν πολύ αν ο Μεταξάς έλεγε “ναι, σας δίνουμε την άδεια”. Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση θα έπρεπε ο Μουσολίνι να φερθεί φιλικά προς την Ελλάδα, κι αυτό ακριβώς ήταν που δεν ήθελε. Δεν μπορείς να προσαρτήσεις ή, έστω, να κατακτήσεις μια χώρα που δηλώνει φίλη σου, αν η ίδια δεν επιθυμεί την προσάρτηση, πράγμα που, βέβαια, δεν το ανέμενε ο Μουσολίνι». Στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» διαβάζουμε: «Οι ιταλικές αξιώσεις είχαν διατυπωθεί έτσι ώστε να είναι βέβαιη η απόρριψή τους από την Ελλάδα. Τις προθέσεις της ιταλικής κυβέρνησης πρόδωσε και η σπουδή του ιταλικού στρατού να επιτεθεί πριν ακόμη λήξει η τρίωρη προθεσμία που όριζε το τελεσίγραφο για την ελληνική απάντηση. […] Η απόφασή του (του Μεταξά) να απορρίψει τις ιταλικές αξιώσεις, με πλήρη συναίσθηση των συνεπειών, βασιζόταν σε ορθολογιστική εκτίμηση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της χώρας […] Δεν πρέπει επίσης να υποτιμάται και ένας άλλος παράγοντας, που ασφαλώς επέδρασε στη στάση του Μεταξά: ο φόβος του ότι θα ανατρεπόταν, με την άμεση ή έμμεση επέμβαση των Άγγλων, αν ενέδιδε στις αξιώσεις της Ιταλίας και στις πιέσεις του Άξονα γενικά». Ο Μεταξάς, λοιπόν, έχοντας τόσο χρόνια την εξουσία με την ανοχή και τη στήριξη των Άγγλων, είχε να σκεφτεί και τη δική του θέση. Επιπλέον, ήταν αδύνατο να έρθει σε σύγκρουση με τη θέληση του ελληνικού λαού −που επ’ ουδενί δεν θα δεχόταν παράδοση άνευ όρων− αλλά και να δεχτεί όσα συνεπαγόταν η αποδοχή του ιταλικού τελεσιγράφου, και αυτό το γνώριζε καλά.
Όπως ο ίδιος λέει σε συνέντευξη Τύπου στις 30 Οκτωβρίου 1940: «Μη νομίσητε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μη φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. Ή ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνει διά να τον αποφύγωμεν… Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμείξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πως καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τον τόπον από αυτόν, έστω και διά παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Έθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνσιν τον Άξονος, μου εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορούσε να είναι μία εκουσία προσχώρησις της Ελλάδος εις τη “Νέαν Τάξιν”. […] Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μού εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Έλληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις ότι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο “εις το ελάχιστον δυνατόν”. Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ πόσον επί τέλους θα μπορούσε να είναι ούτο το ελάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς τη Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς. Δηλαδή θα έπρεπε, διά να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από τη Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των… Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο, όπως το 1916, αλλά τρεις αυτήν τη φοράν Ελλάδες».
Επομένως, όχι μόνο δεν είπε ο Μεταξάς ένα ηρωικό ΟΧΙ −μια και ουσιαστικά δεν είχε άλλη επιλογή− αλλά και μέχρι την τελευταία στιγμή προσπαθούσε να έρθει σε συμβιβασμό με τη ναζιστική Γερμανία, παρόλο που ακολουθούσε τη χαραγμένη από τον Βενιζέλο φιλοβρετανική εξωτερική πολιτική, καθώς η τύχη του ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τον Γεώργιο Β’, θεματοφύλακα των βρετανικών συμφερόντων – δεν πρέπει εξάλλου να ξεχνάμε και τη μεγάλη οικονομική επιρροή της Αγγλίας στην Ελλάδα. Χαρακτηριστική της αμφιθυμίας που επικρατούσε είναι η μαρτυρία του Γιώργου Σεφέρη, που εργαζόταν εκείνη την εποχή ως διπλωματικός υπάλληλος στο υπουργείο Εξωτερικών: «Ο Μεταξάς ήξερε τι λογής άνθρωποι ήταν αυτοί που είχε κοντά του. Ήξερε πως αν σ’ εκείνο το υπουργικό συμβούλιο της αυγής της 28ης έλεγε στους συνεργάτες του που είχαν ξυπνήσει (τους είδα) με φάτσες βρικολάκων∙ – Κύριοι, στις 3 το πρωί, ο πρεσβευτής της Ιταλίας μου επέδωσε τούτο το τελεσίγραφο. Προ των συντριπτικών μέσων της Ιταλίας και της Γερμανίας, κτλ. κτλ. – απεφάσισα να αποφύγω τας άνευ προηγουμένου καταστροφάς που ηπείλουν τον τόπον∙ απεφάσισα να παραμερίσω κάθε εγωισμόν και ενέδωσα. Αν τους έλεγε αυτά, ήξερε ο Μεταξάς ότι όλοι αυτοί οι κύριοι θα πήγαιναν να του φιλήσουν το χέρι και να τον συγχαρούν για το πατριωτικό του σθένος με πολύ μεγαλύτερη ειλικρίνεια παρά όταν άκουσαν το περιλάλητο όχι. Ωστόσο τους κράτησε, μολονότι το ήξερε».
Ο Σεφέρης γίνεται ακόμα πιο αποκαλυπτικός όταν αναφέρεται στις αντιδράσεις της ελληνικής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου: «Έτσι φτάσαμε στα γεγονότα της τελευταίας άνοιξης (πριν τη Γερμανική επίθεση): υπουργοί πανικόβλητοι και σπασμωδικοί, διπλωματία χωρίς ειρμό και χωρίς υπόσταση, στρατηγοί που πρόδωσαν, πρωθυπουργοί που αυτοκτονούσαν, και μαζί με όλα αυτά η ασυγχώρητη, η εγκληματική, η τραγική απώλεια της Κρήτης. […] Το πάρσιμο της Κρήτης δεν ήταν μοιραίο… Τις μέρες που οι Ιταλοί ήτανε στον Αχέροντα, υπήρχαν έμπιστοι του Μεταξά που έλεγαν: “Πόσο μπορούμε να κρατήσουμε; δεκαπέντε μέρες; ένα μήνα; σε λίγο εκεί θα πάμε”. Ωστόσο, δεν έγινε καμιά προετοιμασία, τίποτε. Κάναμε το αντίθετο. Τέλος Απρίλη, ούτε ο δρόμος από τη Σούδα στα Χανιά δεν ήταν έτοιμος… αδιαφορήσαμε − η Κρήτη ήταν το άπιστο νησί, το κλίμα του δεν πήγαινε στο καθεστώς. […] Κι ο Μεταξάς συμπεριφέρθηκε σαν να είχε πέσει στο παιχνίδι των Γερμανών. “Να μην προκαλέσουμε, να μην προκαλέσουμε τους Γερμανούς” ήτανε το σύνθημά τους. Και πότε αυτό; Όταν τα παιδιά μας εξευτελίζανε κάθε ώρα και στιγμή στην Αλβανία το άλλο κομμάτι του Άξονα. Έτσι, ο Γερμανός στρατιωτικός ακόλουθος μπαινόβγαινε ασύδοτα στο Επιτελείο και επηρέαζε τους αξιωματικούς μας…». Τίποτα το ηρωικό ή πατριωτικό δεν νομίζω να διακρίνεται σε αυτή την περιγραφή. Για όσα αναπτύξαμε εν συντομία, δεν γίνεται η παραμικρή αναφορά ή έστω νύξη στα σχολικά βιβλία. Σύμφωνα με αυτά, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν «σχετικά ήπιο», ο Μεταξάς «φρόντισε να προετοιμάσει τη χώρα για τον πόλεμο που ερχόταν» και «η άρνησή του καταγράφηκε στη συνείδηση του ελληνικού λαού ως ΟΧΙ». Δεν είναι, λοιπόν, απορίας άξιο που πολλοί μαθητές πιστεύουν ότι ο Μεταξάς ήταν ένας πρωθυπουργός που τόλμησε να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στους φασίστες και όχι ένας δικτάτορας που αναγκάστηκε από τις ιστορικές συγκυρίες να ηγηθεί ενός πολέμου ενάντια σε ομοϊδεάτες του. Δεν είναι ίσως τυχαίο και ότι τα τελευταία χρόνια επιχειρείται να «ξεπλυθούν» οι αμαρτίες του Μεταξά και να παρουσιαστεί ως μεγάλος ηγέτης.
Το μόνο παρήγορο είναι πως σε όλα τα σχολικά βιβλία τονίζεται ότι ο Μεταξάς δεν είχε την αποδοχή της ελληνικής κοινωνίας. Για μια μόνο στιγμή κατάφερε να εκφράσει το συλλογικό αίσθημα, εκών άκων. Ο Σεφέρης γράφει: «Όταν ήρθε η 28η, δεν μπόρεσε να ιδεί (ο Μεταξάς) ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον Γκράτσι την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η ημέρα εκείνη δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου». Ο Μεταξάς εξακολουθεί να είναι ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο και η διδασκαλία της Ιστορίας στο σχολείο δεν μοιάζει να βοηθά στην κατανόηση του ιστορικού του ρόλου. Ό,τι όμως και να ειπωθεί σχετικά με το πρόσωπο και τις επιλογές του, υπάρχει κάτι που αναφέρεται στο βιβλίο Ιστορίας της Έκτης Δημοτικού και είναι αδιαμφισβήτητο: «Η επιχείρηση της Ιταλίας στο μέτωπο της Αλβανίας είχε αποτύχει χάρη στο ελληνικό ΟΧΙ, την άρνηση ενός ολόκληρου λαού να υποταγεί στις επιθυμίες των ισχυρών και να χάσει τη λευτεριά του».
Βασική βιβλιογραφία:
«Ιστορία του νεότερου και σύγχρονου κόσμου», Στ’ Δημοτικού
«Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία», Γ’ Γυμνασίου
«Ιστορία του νεότερου και του σύγχρονου κόσμου (από το 1815 έως σήμερα)», Γ’ Γενικού Λυκείου & Δ’ Εσπερινού Λυκείου
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών Βασίλης Ραφαηλίδης,
«Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού Κράτους 1830-1974», Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου Γιώργος Σεφέρης,
«Δοκιμές», Εκδόσεις Ίκαρος «1936-1937, Ένας χρόνος δημιουργικού μόχθου», Αθήνα, εκδ. Εθνικής Εταιρίας, 1937 Εμμανουέλε Γκράτσι,
«Η αρχή του τέλους (Η επιχείρηση κατά της Ελλάδος)», εκδόσεις Εστία Άλκη Ζέη,
«Το καπλάνι της βιτρίνας», εκδόσεις Μεταίχμιο
Φραγκφούρτη: Επίθεση σε περαστικούς κοντά στην πόλη- 4 Τραυματίες
Γερμανία: Πρόστιμο εάν οδηγείτε με Μάσκα- Τι πρέπει να προσέξετε;