Φραγκφούρτη: Επίθεση σε περαστικούς κοντά στην πόλη- 4 Τραυματίες
Γερμανία: Παράταση της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα- Μέχρι πότε ισχύει;
Η ξενάγηση στο Βερολίνο ξεκινάει από το εστιατόριο «Shaam», το πρώτο που άνοιξαν Σύροι στη γερμανική πρωτεύουσα. Το σημείο αυτό επιλέγει να δείξει στους τουρίστες αντί αξιοθέατων ο Σύρος πρόσφυγας Φιράς Ζάκρι.
Ο Φιράς «πρωταγωνίστησε» πριν από λίγους μήνες σε μεγάλα ειδησεογραφικά δίκτυα της Ευρώπης ως ένας από τους τρεις πρόσφυγες που μαζί με τη Μη Κυβερνητική Οργάνωση «QUERSTADTEIN» προσφέρουν σε ντόπιους και τουρίστες μια διαφορετική ξενάγηση στο Βερολίνο.
Μια ξενάγηση, όπου τα δημοφιλή αξιοθέατα της πόλης δίνουν τη θέση τους σε αγαπημένες γωνιές των προσφύγων. Στόχος της πρωτοβουλίας είναι οι επισκέπτες να δουν, να ακούσουν, να γνωρίσουν και να βιώσουν αληθινές ιστορίες προσφύγων.
Ένα κρύο απόγευμα του Δεκέμβρη το κοινό του Φιράς είναι Έλληνες δημοσιογράφοι, που επισκέπτονται το Βερολίνο έπειτα από πρόσκληση του γερμανικού ομοσπονδιακού υπουργείου Εξωτερικών για να ενημερωθούν για τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος από τη Γερμανία.
Ο 34χρονος Φιράς από το Χαλέπι μας ξεναγεί στην πολυπολιτισμική γειτονιά του Νέουκολν. Κάνει στάσεις έξω από το υποκατάστημα του γερμανικού ταμιευτηρίου Sparkasse, «της πρώτης τράπεζας που δεν αρνήθηκε να ανοίξει τραπεζικό λογαριασμό σε πρόσφυγες» και το κέντρο φιλοξενίας της περιοχής, «στο καφέ του οποίου δουλεύουν πρόσφυγες». Μέσα από την ξενάγηση ξεδιπλώνει τη δική του ιστορία. Με σπουδές στην αγγλική λογοτεχνία και προϋπηρεσία ως δάσκαλος αγγλικών στο Χαλέπι ο Φιράς ζούσε μια ήρεμη ζωή, μέχρι που ο πόλεμος στη Συρία τον ανάγκασε να πάρει την απόφαση να φύγει.
«Προσπάθησα με το νόμιμο τρόπο. Έκανα αίτηση για να με δεχτούν στο Ντουμπάι, τη Γερμανία, το Ομάν, τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία, αλλά δεν έλαβα ποτέ απαντήσεις», εξομολογείται. Τότε αποφασίζει να ακολουθήσει τις παράνομες οδούς. Αναγκάζεται όμως να αφήσει πίσω τη γυναίκα και την τρίχρονη κόρη του (σήμερα ζουν στο Ντουμπάι) προκειμένου να μην διακινδυνεύσουν μαζί του.
Τον Απρίλιο του 2015 φεύγει από τη Συρία και διαμέσου του Λιβάνου φτάνει στην Τουρκία, όπου αναζητά διακινητές για να τον περάσουν στην Ελλάδα.
Στην τέταρτη προσπάθεια καταφέρνει να φτάσει σε μια ερημική παραλία της Ρόδου. Μετά επτά ώρες περπάτημα συναντά αστυνομικούς. «Ήταν πολύ ευγενικοί. Μας πήγαν στο αστυνομικό τμήμα, μας κατέγραψαν σε δύο μέρες και μας έδωσαν χαρτιά για να μπορούμε να μείνουμε για έξι μήνες στην Ελλάδα», θυμάται.
Στη συνέχεια φεύγει για την Αθήνα, όπου καταφέρνει να αγοράσει δύο ψεύτικες ταυτότητες, μια ελληνική στην τιμή των 150 ευρώ και μια ιταλική για 120 ευρώ. Μάριος το ελληνικό όνομά του, Αντόνιο το ιταλικό. Με την ψεύτικη ιταλική ταυτότητα φτάνει αεροπορικώς στη Ζυρίχη στις 18 Ιουνίου 2015. Μία εβδομάδα αργότερα καταφέρνει να φτάσει στη Γερμανία, αρχικά στη Στουτγάρδη, στη συνέχεια στο Μόναχο και τελικά στο Βερολίνο, «γιατί μου είπε ένας φίλος μου ότι εδώ είναι ταχύτερη η διαδικασία ασύλου».
Ο Φιράς ήταν ένας από τους περίπου 477.000 πρόσφυγες που υπέβαλαν αίτημα ασύλου στη Γερμανία και τους 55.000 αιτούντες του Βερολίνου το 2015.
Δεκαέξι μήνες μετά, περιμένει ακόμα για μια απάντηση στο αίτημά του. «Είναι σαν τη λοταρία.’Αλλοι πήραν άσυλο σε τέσσερις ημέρες και άλλοι περιμένουν μήνες. Όταν ρωτάω γιατί υπάρχει αυτή η καθυστέρηση, μου απαντούν ότι υπάρχει πολύς κόσμος που περιμένει και πολλή γραφειοκρατία», λέει. Ωστόσο, «για να είναι δίκαιος» σπεύδει να προσθέσει: «Μόνο οι Γερμανοί πήραν πρόσφυγες, ενώ άλλες χώρες σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Οι Γερμανοί πολίτες είναι πολύ υποστηρικτικοί με εμάς. Προσπαθούν να καταλάβουν».
Οι απαντήσεις στα αιτήματα ασύλου «ποικίλουν από τρεις ημέρες μέχρι και τρία χρόνια», εξηγεί ο εκπρόσωπος τύπου της Κρατικής Υπηρεσίας για τις Υποθέσεις των Προσφύγων (LAF), Σάσα Λάνγκενμπαχ. Η συγκεκριμένη υπηρεσία ανέλαβε από τον περασμένο Αύγουστο την καταγραφή και οργάνωση της φιλοξενίας των προσφύγων στο Βερολίνο παίρνοντας τη σκυτάλη από το Γραφείο για την Υγεία και τις Κοινωνικές Υποθέσεις (LAGeSo), που το 2015 είχε επιφορτιστεί με την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης και είχε αντιμετωπίσει ουρές χιλιάδων έξω από τα γραφεία του.
Το πρώτο εντεκάμηνο του 2016 το Βερολίνο αριθμεί 15.000 νέους πρόσφυγες. Οι κύριες εθνικότητες είναι Σύροι (30% των αιτούντων), Αφγανοί (15%) και Ιρακινοί (15%). Η Υπηρεσία καταγράφει τους τελευταίους τέσσερις μήνες καθημερινά 25-40 νεοαφιχθέντες. Το 45-50% των αιτούντων λαμβάνει θετική απάντηση και δίνονται περίπου 680 θετικές απαντήσεις ασύλου την εβδομάδα.
Σε αυτή τη δεύτερη φάση που διέρχεται η χώρα στη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος και που οριοθετείται χρονικά μετά τη Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, μία είναι η λέξη που επαναλαμβάνεται συνεχώς από τα χείλη των υπευθύνων: ενσωμάτωση.
Ωστόσο, οι καθυστερήσεις στην εξέταση των αιτημάτων ασύλου δεν φαίνεται να είναι η μόνη πρόκληση που αντιμετωπίζει το γερμανικό κράτος στη διαχείριση των προσφυγικών ροών, καθώς η φιλοξενία, η εκπαίδευση και η επαγγελματική αποκατάσταση αποτελούν συχνά γρίφους για δυνατούς λύτες.
Το προφίλ των νεοαφιχθέντων
Η πλειονότητα των αφίξεων στη Γερμανία σημειώθηκε το 2015, ενώ πτώση εμφανίστηκε μετά το κλείσιμο του βαλκανικού διαδρόμου και κυρίως μετά τη Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας. Ωστόσο, οι αιτήσεις ασύλου αυξήθηκαν το 2016 και έφτασαν το πρώτο δεκάμηνο της χρονιάς τις 693.758.
Το 34% των αιτούντων είναι ανήλικοι, το 24% από 18 έως 24 ετών, το 25% από 25 έως 34 ετών και το 11% 35-44 ετών. Μόλις το 7% είναι άνω των 45 ετών. Τα δύο τρίτα των αιτούντων είναι άνδρες.
Η εθνοτική σύνθεση έχει αλλάξει το 2016 σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Ενώ το 2015 υπήρχαν αρκετοί αιτούντες από Αλβανία και Κόσοβο, το 2016 σταματούν να έρχονται καθώς λαμβάνουν απορριπτικές αποφάσεις. Τη φετινή χρονιά η πλειοψηφία των αιτούντων είναι από τη Συρία (39%) και ακολουθούν το Αφγανιστάν (18%) και το Ιράκ (14%).
Όπως προκύπτει από έρευνα του Ινστιτούτου για την Έρευνα της Απασχόλησης του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ευρέσεως Εργασίας σε δείγμα 2.300 προσφύγων 18-65 ετών που έφτασαν στη Γερμανία από τις αρχές του 2013 ως το τέλος Ιανουαρίου 2016, διαπιστώθηκε ότι το 10% έχει φοιτήσει στο Δημοτικό, το 31% στο Γυμνάσιο και το 37% στο Λύκειο, ενώ μόλις το 9% δεν έχει πάει σχολείο. Το 16% έχει πτυχίο πανεπιστημίου και το 3% πτυχίο επαγγελματικής κατάρτισης.
Το 81% των ανδρών και το 50% των γυναικών είχαν εργαστεί στις πατρίδες τους. Σε ερώτημα για το κατά πόσο σκοπεύουν να δουλέψουν στο μέλλον διαπιστώθηκε υψηλή διάθεση για να εργαστούν (97% των ανδρών και 85% των γυναικών).
Κατανομή των προσφύγων με ποσόστωση
Οι νεοαφιχθέντες αιτούντες άσυλο μοιράζονται σε όλα τα κρατίδια και όλες τις πόλεις της Γερμανίας με ποσόστωση, ανάλογα με τον πληθυσμό και την οικονομική κατάσταση της κάθε περιοχής. Δεν μπορούν να επιλέξουν σε ποια πόλη θα μείνουν, εκτός και αν έχουν συγγενείς σε άλλη περιοχή, οπότε έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν επανένωση.
Το Βερολίνο φιλοξενεί το 5,5% των αιτούντων άσυλο. Τις πρώτες ημέρες της άφιξής τους στην πρωτεύουσα οι αιτούντες μένουν στο παλιό αεροδρόμιο του Τέμπελχοφ. Σήμερα διαμένουν εκεί περίπου 3.000 άτομα. Μόλις ολοκληρωθεί η καταγραφή και η δακτυλοσκόπησή τους παραπέμπονται σε κέντρα φιλοξενίας.
Λειτουργούν 165 κέντρα φιλοξενίας στο Βερολίνο, συνολικής χωρητικότητας 43.970 ατόμων, με διαφορετικές συνθήκες διαβίωσης το καθένα. Περίπου 3.000 από τους πρόσφυγες διαμένουν σε πρώην γυμναστήρια. Για τη στέγαση υπάρχει συνεργασία με Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες επιχορηγούνται από το κράτος για τη λειτουργία των δομών φιλοξενίας.
Το 2017 προγραμματίζεται η προσθήκη 25.000 επιπλέον θέσεων στέγασης στο Βερολίνο, μέσα από τη δημιουργία χωριών με οικίσκους και την κατασκευή διαμερισμάτων.
Σύμφωνα με πηγή που έχει αναλάβει το συντονισμό κέντρων φιλοξενίας έκτακτης ανάγκης της Γερμανίας, το μεγάλο πρόβλημα στο Βερολίνο είναι η δυσκολία εύρεσης σπιτιών τα τελευταία τέσσερα χρόνια γιατί πολλοί Γερμανοί και ξένοι μετακομίζουν στο Βερολίνο και οι προσφυγικές ροές δημιουργούν ακόμα περισσότερη πίεση στην αγορά των ακινήτων. «Υπάρχουν λίγα σπίτια διαθέσιμα κυρίως για τους υψηλόμισθους, την ώρα που θα έπρεπε να υπάρχουν σπίτια για όλες τις κατηγορίες εισοδημάτων», επισημαίνει.
Η ίδια πηγή καταθέτει ότι κάποια ξενοδοχεία που προορίζονταν για άστεγους, τους έδιωξαν για να φιλοξενήσουν πρόσφυγες, καθώς τα λεφτά που λαμβάνουν ως επιχορήγηση στη δεύτερη περίπτωση είναι περισσότερα.
‘Πιεσμένη’ εμφανίζεται η αγορά ακινήτων και στη Λειψία, όπου με την αύξηση του πληθυσμού τα ενοίκια είναι υψηλά και τα κενά διαμερίσματα λίγα. Αυτό εξηγεί ο Αλεξάντερ Μπράιερ, υπεύθυνος του κέντρου φιλοξενίας της Λειψίας «Pandechaion», που στεγάζεται σε μια πρώην ψυχιατρική κλινική και τόπο συγκέντρωσης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη Λειψία ο δήμος έχει ως στόχο να μεταφέρει τους πρόσφυγες μέσα σε έξι μήνες σε διαμερίσματα. Ο στόχος αυτός δεν είναι πάντα εφικτός, καθώς το 40% των προσφύγων ζει σε διαμερίσματα. Ωστόσο, η δημοτική αρχή, με «ξεκάθαρη πολιτική άποψη ότι κανένας δεν γίνεται πρόσφυγας χωρίς λόγο και ότι το φαινόμενο αυτό είναι μια θετική πρόκληση», όπως λέει ο αντιδήμαρχος, Τόμας Φάμπιαν, κατακτά έναν άλλο σημαντικό στόχο: να κλείσει όλα τα κέντρα επείγουσας στέγασης (το τελευταίο κλείνει στο τέλος του χρόνου), οπότε πλέον οι πρόσφυγες θα διαμένουν μόνο σε δομές φιλοξενίας. Συγκεκριμένα, στην πόλη λειτουργούν 18 κέντρα φιλοξενίας, χωρητικότητας 60-300 ατόμων και 16 μικρότερα κέντρα για μέχρι 60 άτομα.
Τάξεις υποδοχής στα σχολεία
Την ευθύνη για την εκπαίδευση των παιδιών έχουν τα κρατίδια, οπότε κάθε κρατίδιο έχει το δικό του σύστημα. Στο Βερολίνο τα προσφυγόπουλα ξεκινούν τη φοίτησή τους από τις τάξεις υποδοχής («Welcome classes») πριν ενταχθούν στις κανονικές τάξεις. Συνολικά λειτουργούν 530 τάξεις υποδοχής στα σχολεία της πόλης.
Το δημοτικό σχολείο Hunsrück στη γειτονιά του Κρόιτσμπεργκ συγκαταλέγεται στα «Brennpunktschule», δηλαδή στα σχολεία που παίρνουν μεγαλύτερη οικονομική ενίσχυση από το κράτος γιατί φοιτούν σε αυτά παιδιά οικογενειών με χαμηλά εισοδήματα.
Εδώ το κουδούνι χτυπά καθημερινά για 500 παιδιά με 22 διαφορετικές μητρικές γλώσσες. Περίπου τα μισά έχουν γεννηθεί σε άλλη χώρα ή γεννήθηκαν στη Γερμανία αλλά έχουν διαφορετική καταγωγή. Σαράντα δύο από τα παιδιά διαμένουν σε κέντρα φιλοξενίας.
Η Φριντερίκε Τέρεχτε- Μερμέρογλου εργάζεται στο συγκεκριμένο σχολείο ως δασκάλα εδώ και 40 χρόνια. Δίπλα της τα τελευταία χρόνια βρίσκεται και ο εκπαιδευτικός ελληνικής καταγωγής Νικόλαος Τόκας, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη δημιουργική απασχόληση των παιδιών.
Η κ. Τέρεχτε είναι υπεύθυνη των τάξεων υποδοχής του σχολείου και γνωρίζει εκ των έσω τις δυσκολίες του εκπαιδευτικού συστήματος που εφαρμόζεται. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα, όπως λέει, είναι ότι τα παιδιά δεν έχουν άδεια παραμονής ή έχουν διαφορετικό προσφυγικό προφίλ. «Για παράδειγμα τα παιδιά από τη Συρία έχουν άδεια παραμονής, ενώ τα παιδιά από το Αφγανιστάν δεν έχουν και υπάρχει έχθρα ανάμεσα στις δύο εθνικότητες». Επίσης, η διαμονή τους σε κέντρα φιλοξενίας δημιουργεί εμπόδια στην εκπαιδευτική διαδικασία. «Μένουν σε κακές συνθήκες και δεν έχουν θέληση για να μάθουν. Δεν μπορούν να κοιμηθούν τα βράδια γιατί στα κέντρα φιλοξενίας το φως παραμένει όλο το βράδυ ανοιχτό για λόγους ασφαλείας». Πρόβλημα αποτελεί και το γεγονός ότι η ψυχική κατάσταση των γονέων δεν είναι η καλύτερη, οπότε δεν μπορούν να υποστηρίξουν τα παιδιά.
Την ίδια ώρα εντοπίζεται έλλειμμα εκπαιδευμένων δασκάλων με αποτέλεσμα στις τάξεις υποδοχής να εργάζονται ακόμα και συνταξιούχοι δάσκαλοι ή δάσκαλοι που περνούν ταυτόχρονα από εκπαίδευση.
Σύμφωνα με στοιχεία που μας παραθέτει η κ. Τέρεχτε, υπολογίζεται ότι το 50% των προσφυγόπουλων στη Γερμανία δεν καταφέρνει να προχωρήσει στο σχολείο. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στα μεγαλύτερα παιδιά, που, όταν αντιμετωπίζουν δυσκολίες, παρατάνε το σχολείο.
«Ποια είναι όμως η αντιμετώπιση των Γερμανών γονέων απέναντι στα προσφυγόπουλα;», τη ρωτάμε. «Υπάρχουν δύο ειδών Γερμανοί», απαντά. «Αυτοί που βλέπουν τους πρόσφυγες ως κομμάτι της πραγματικότητας και στέλνουν τα παιδιά τους εδώ και αυτοί που παίρνουν τα παιδιά τους και τα πάνε σε άλλα προάστια. Ακόμα και γονείς μεταναστευτικής καταγωγής πηγαίνουν τα παιδιά τους σε άλλα σχολεία με περισσότερους Γερμανούς για να ενσωματωθούν καλύτερα».
Ένταξη στην αγορά εργασίας
Η ένταξη στην αγορά εργασίας για τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες ξεκινά πρώτα από την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας. Σύμφωνα με τον Χόλγκερ Σίμπερτ, ερευνητή του Ινστιτούτου για την Έρευνα της Απασχόλησης, στο Βερολίνο οι πρόσφυγες χρειάζεται να περιμένουν περίπου τέσσερις εβδομάδες μέχρι να ενταχθούν σε ένα τμήμα εκμάθησης της γλώσσας. Αντίθετα στην επαρχία υπάρχει έλλειψη δασκάλων, οπότε η αναμονή μπορεί να διαρκέσει πολλούς μήνες.
Όπως επισημαίνει ο ίδιος, πολλές δουλειές στη Γερμανία χρειάζονται πτυχίο πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης. Αυτές που δεν χρειάζονται πτυχία είναι λίγες και έχουν πολύ ανταγωνισμό.
Όπως προκύπτει εξάλλου από την έρευνα του Ινστιτούτου που παρατίθεται παραπάνω, μόλις το 14% των προσφύγων που ερωτήθηκαν είχε καταφέρει την περίοδο της έρευνας (Ιούνιος-Οκτώβριος 2016) να βρει δουλειά ή θέση πρακτικής άσκησης. Από αυτούς που εργάζονται, το 31% έφτασε στη Γερμανία το 2013 και μόλις το 4% το 2016. Διαπιστώθηκε δηλαδή ότι η επαγγελματική ενσωμάτωση των προσφύγων στη γερμανική κοινωνία χρειάζεται χρόνο. Υπολογίζεται ότι χρειάζονται τρία έως πέντε χρόνια για τους πρόσφυγες να ενταχθούν πλήρως στην αγορά εργασίας, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που αμείβονται με μισθούς χαμηλότερους από τους Γερμανούς.
Αποστολή στο Βερολίνο: Μαρία Κουζινοπούλου
Φραγκφούρτη: Επίθεση σε περαστικούς κοντά στην πόλη- 4 Τραυματίες
Γερμανία: Πρόστιμο εάν οδηγείτε με Μάσκα- Τι πρέπει να προσέξετε;