Φραγκφούρτη: Επίθεση σε περαστικούς κοντά στην πόλη- 4 Τραυματίες
Γερμανία: Παράταση της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα- Μέχρι πότε ισχύει;
Ζούμε σε πραγματικά ζοφερούς καιρούς καθώς «είν’ έγκλημα σχεδόν όταν μιλάς για δέντρα γιατί έτσι παρασιωπάς χιλιάδες κακουργήματα!». Τα λόγια του Μπέρτολντ Μπρεχτ από τη δεκαετία του 1930 ταιριάζουν απόλυτα στη σύγχρονη Ευρώπη.
Το Βερολίνο συναντά τώρα τη Μαδρίτη, το Παρίσι, το Λονδίνο και τη Νίκαια στον κατάλογο των στόχων μεγάλων τρομοκρατικών επιθέσεων στο έδαφος της Ευρώπης. Το όνομα της Μπράιτσαϊντπλατς, της κάπως μελαγχολικής, μακρόστενης πλατείας στο κέντρο του πάλαι ποτέ Δυτικού Βερολίνου (μίας πόλης που περιέργως δεν διαθέτει κέντρο), κατέστη πλέον συνώνυμο του τρόμου, δίπλα στο Μπατακλάν στο Παρίσι, τον σταθμό Ατότσα του μετρό της Μαδρίτης και της Promenade des Anglais (Περίπατος των Αγγλων) στη γαλλική Νίκαια.
Τις τελευταίες ημέρες ενός εκ των χειρότερων ετών της γενιάς μας, το Βερολίνο εισβάλλει στη συλλογική μνήμη. Ας ελπίσουμε, τουλάχιστον, ότι το περιστατικό αυτό θα σηματοδοτήσει την τελευταία στιγμή φρίκης του στιγματισμένου από το αίσχος του Χαλεπίου 2016, παρότι το σκοτεινό χέρι που έγραψε τη φετινή παγκόσμια ιστορία ίσως να μας επιφυλάσσει και άλλες φρικαλεότητες, προτού συρθούμε, σαν τραυματίες στρατιώτες, στα χαρακώματα του 2017.
Είναι ακόμη πολύ νωρίς για να πούμε με ακρίβεια ποιος και τι κρύβεται πίσω από τις επιθέσεις του Βερολίνου. Η ώρα είναι, ωστόσο, κατάλληλη για να περιγράψουμε τις προκλήσεις που δημιουργεί η επίθεση αυτή. Για να το θέσουμε απλά, το ερώτημα είναι αν ο πυρήνας είναι ικανός να αντέξει. Την ώρα που το κύμα του λαϊκισμού σηκώθηκε στη Βρετανία, την Πολωνία και τις ΗΠΑ και σηκώνεται στην Ολλανδία και τη Γαλλία, όλοι μας στρέφουμε το βλέμμα στη Γερμανία, ως το σταθερό, φιλελεύθερο κέντρο της Ευρώπης, ακόμη και της ίδιας της Δύσης. Η Γερμανία αποτελεί το γεωγραφικό, οικονομικό, πολιτικό, ακόμη και το κοινωνικό κέντρο, ενώ ο πυρήνας του κέντρου αυτού είναι η Αγκελα Μέρκελ.
Η ελπίδα μας ήταν –και πρέπει να συνεχίσει να είναι- ότι η Αγκελα Μέρκελ, εκφράζοντας την κεντρώα πολιτική, θα παραμείνει στην ηγεσία της χώρας της μετά τις εκλογές του φθινοπώρου, ίσως σε νέο συνασπισμό Πρασίνων και Φιλελεύθερων Δημοκρατών (Μαύρο, Πράσινο, Κίτρινο, εξ ου και το προσωνύμιο «Τζαμάικα»).
Ποιες επιπτώσεις θα έχει, όμως, το περιστατικό στην Μπράιτσαϊντπλατς αν αποδειχθεί ότι επρόκειτο για μεγάλη τρομοκρατική επίθεση, με δράστη άνθρωπο που διείσδυσε στη Γερμανία παριστάνοντας τον πρόσφυγα, χάρη στην «πολιτική ανοικτών θυρών» της Μέρκελ το περασμένο φθινόπωρο, ανεξάρτητα από το εάν αυτός εμπνεύσθηκε ή έλαβε εντολές από το Ισλαμικό Κράτος; Μία τέτοια αποκάλυψη θα έστελνε άραγε τους ψηφοφόρους στο κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD); Ενδεικτική και ιδιαίτερα αποκαλυπτική πρέπει να θεωρείται η αντίδραση του ηγέτη της Χριστιανοκοινωνικής Ενωσης (CSU) και συμμάχου της Αγκελα Μέρκελ στη Βαυαρία, Χορστ Ζεχόφερ: «Το χρωστάμε στα θύματα, σε όσους επηρεάστηκαν ευθέως και σε όλο τον πληθυσμό να αναθεωρήσουμε ριζικά το σύνολο της μεταναστευτικής πολιτικής και της πολιτικής ασφαλείας μας». Σήμερα, το CSU καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για να εμποδίσει τους ψηφοφόρους του να «αυτομολήσουν» προς το AfD, αυξάνοντας παράλληλα την πίεση στη Μέρκελ, με στόχο να καταστήσει αυστηρότερη τη μεταναστευτική της πολιτική.
Το ότι η πολιτική της Μέρκελ θα καταστεί αυστηρότερη είναι αναπόφευκτο και ίσως ευκταίο. Οι γνωστές για τις ελλείψεις τους γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών και οι υπηρεσίες ασφαλείας οφείλουν να ενισχύσουν τη συνεργασία μεταξύ τους. Ισως –και ως φιλελεύθερος προβαίνω στην ευχή αυτή με μεγάλη δυσκολία– η Γερμανία να χρειάζεται να ενισχύσει τις μεθόδους παρακολούθησής της, παρότι δεν πρέπει να πλησιάσουν τη βρετανική υπερβολή στον τομέα αυτό, που ενεκρίθη με αδιανόητη ευκολία από το Κοινοβούλιο του Λονδίνου. Η Γερμανία θα χρειαζόταν πιο προηγμένες στρατηγικές αντιμετώπισης της ριζοσπαστικοποίησης, όπως διαθέτουν οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Βρετανία. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε συνεργασία με το Facebook, το Google και το Twitter, αντί της συνηθισμένης γερμανικής τακτικής της αυστηρής –και στείρας– κριτικής προς τα μέσα αυτά. (Είναι αλήθεια ότι τα μέσα αυτά είναι μέρος του προβλήματος, αλλά μπορεί να γίνουν μέρος της λύσης.)
Οι νέες συνθήκες θα σημάνουν επίσης ότι οι Γερμανοί, όπως και άλλοι, πρέπει να μάθουν να ζουν σε συνθήκες αυξημένης επιφυλακής, όπως έκαναν οι Βρετανοί τις δεκαετίες της τρομοκρατικής δράσης του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείπουν τις δημοκρατικές τους πεποιθήσεις.
Η πραγματική πρόκληση αφορά έτσι την ικανότητα της γερμανικής κοινωνίας να διατηρήσει τις φιλελεύθερες αξίες, τις οποίες είχε μνημονεύσει η Μέρκελ στις αρχικές, αξιοπρεπείς και συγκρατημένες δηλώσεις της. Η καγκελάριος είχε τότε υπερασπισθεί «τον τρόπο ζωής που επιθυμούμε στη Γερμανία: ελεύθεροι, ενωμένοι και ανοικτοί». Η γερμανική πρόσφατη ιστορία δεν αποτελεί, άλλωστε, λαμπρό παράδειγμα κοινωνικής ένταξης μεταναστών πρώτης και δεύτερης γενιάς, ενώ η πρόσφατη προσφυγική κρίση απειλεί εκ νέου το εύθραυστο πρότυπο κοινωνικής ένταξης, που οικοδομήθηκε τα τελευταία χρόνια.
Πώς μπορούμε λοιπόν να ελπίζουμε ότι η Γερμανία θα εμφανίσει ανοσία στη νόσο, τα πρώτα συμπτώματα της οποίας είναι ο Ντόναλντ Τραμπ, η Μαρίν Λεπέν και ο Χερτ Βίλντερς; Οι λόγοι είναι πολλοί. Η Γερμανία είναι μία από τις λίγες δυτικές δημοκρατίες της οποίας η οικονομία ανθεί. Μεγάλος αριθμός Γερμανών πιστεύει ότι η οικονομική ευμάρεια της χώρας τους επιτρέπει την ομαλή ένταξη σε αυτήν ενός και πλέον εκατομμυρίου προσφύγων. Λίγες είναι οι χώρες στον κόσμο, που μπορούν να ισχυρισθούν κάτι τέτοιο. Σε αντίθεση με τη Βρετανία, η Γερμανία διαθέτει σχετικά υπεύθυνο Τύπο μεγάλης κυκλοφορίας. Παρότι η Bild διακρίθηκε χάρη στους μύδρους της κατά του ευρώ, το γερμανικό ταμπλόιντ υπήρξε χαρακτηριστικά συγκρατημένο σε ό,τι αφορά την προσφυγική κρίση. Τέλος, ο σημαντικότερος λόγος αισιοδοξίας συμπυκνώνεται σε ένα όνομα: Αδόλφος Χίτλερ. Το γεγονός ότι η Γερμανία υπήρξε η διαβολική επιτομή της λαϊκιστικής ξενοφοβίας, η ανοσία που ανέπτυξε στο φαινόμενο αυτό την προστατεύει. Ας προσευχηθούμε ότι το ταμπού αυτό θα αντέξει, γιατί αν υποχωρήσει, τότε τα πράγματα θα είναι ιδιαίτερα δύσκολα.
Μέχρι στιγμής, ο χειρισμός των γεγονότων στο Βερολίνο υπήρξε απαλλαγμένος από υπερβολή. Σε αντίθεση με τον Τζορτζ Μπους το 2001 και τον Τόνι Μπλερ το 2005, η φιλελεύθερη Suddeutsche Zeitung επέλεξε τον μετριοπαθή, αλλά σημαντικό τίτλο: «Η Γερμανία δεν βρίσκεται σε πόλεμο». Η Bild, από τη μεριά της, επέλεξε μονολεκτικό τίτλο: «Angst!» (Φόβος)
Η Αγκελα Μέρκελ συνειδητοποίησε τους φόβους των συμπατριωτών της, λέγοντας: «Δεν θέλουμε να ζούμε σε παράλυση από τον φόβο του κακού». Ημερήσια εφημερίδα του Βερολίνου απάντησε στη φρίκη, επιλέγοντας εικόνα χριστουγεννιάτικου δέντρου, μπροστά στην Πύλη του Βραδεμβούργου, με λέξεις από το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο: «Μη φοβείσθε». Ο Πολωνός οδηγός του φορτηγού, που ήταν το πρώτο θύμα του δράστη, θα γνώριζε σίγουρα ότι αυτό ήταν το μήνυμα του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄, ο οποίος προσέθετε μία ακόμη νουθεσία: «νικήστε το κακό, χρησιμοποιώντας το καλό». Η εντολή αυτή είναι δύσκολη, αλλά εάν η Γερμανία πετύχει να την πραγματώσει, θα προσφέρει το παράδειγμα σε όλη την Ευρώπη.
* Ο κ. Timothy Garton Ash είναι καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου είναι υπεύθυνος του σχεδίου freespeechdebate.com και συνεργάτης του Hoover Institution του Πανεπιστημίου Στάνφορντ. Το τελευταίο του βιβλίο έχει τίτλο «Ελευθερία του Λόγου: Δέκα Αρχές για Εναν Δικτυωμένο Κόσμο»