Φραγκφούρτη: Επίθεση σε περαστικούς κοντά στην πόλη- 4 Τραυματίες
Γερμανία: Παράταση της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα- Μέχρι πότε ισχύει;
Ελευθερία. Ενότητα. Δημοκρατία…Γυρνώντας τον χρόνο πίσω, διαπιστώνουμε πως η γενιά του 1973 ήξερε να υπερασπίζεται τα ιδανικά της.
Αρχικά γιατί, απλούστατα, είχε ιδανικά. Είχε πάνω από όλα την ελευθερία της πατρίδας μας, την δημοκρατία που γεννήθηκε σε αυτά τα χώματα. Η γενιά του 1973, έδωσε, σαν σήμερα (17/11/1973), μάχη με τον φασισμό και τον κέρδισε.
Η γενιά του Πολυτεχνείου παραμένει παράδειγμα για όλες τις γενιές που ακολούθησαν…αλλά δυστυχώς, ξέχασαν…
Η λεωφόρος Πατησίων, βάφτηκε κάποτε με αίμα…Αίμα εκείνων που “εξαφάνισαν” τα τανκς και έριξαν την χούντα.
Πέρασαν πολλές γενιές από τότε. Μπορεί κάθε χρόνο, να γίνονται εκδηλώσεις μνήμης για τους φοιτητές του Πολυτεχνείου, παραμένει όμως αμφίβολο, αν σήμερα, συζητάμε το νόημα της εξέγερσης των φοιτητών το 1973. Αν κρίνει κανείς από τα γεγονότα που συμβαίνουν σχεδόν καθημερινά στην συμβολή Πατησίων και Μάρνης, θα διαπιστώσει πως κάποιοι, λίγοι ή πολλοί, δεν έχει σημασία, αμαυρώνουν την μνήμη των φοιτητών του Πολυτεχνείου του 1973.
Τι συμβαίνει; Δυστυχώς, κάποιοι βλέπουν εθιμοτυπικά όλες τις σημερινές εκδηλώσεις, την κατάθεση στεφάνων στο Πολυτεχνείο από τους πολιτικούς και γενικότερα τα καθιερωμένα.
Γι αυτό, ίσως σήμερα περισσότερο από ποτέ, πρέπει να θυμηθούμε με λεπτομέρειες γιατί πάλεψε εκείνη η γενιά…Γιατί σήμερα, ο φασισμός είναι και πάλι, μετά από χρόνια, δίπλα μας. Πλησιάζει επικίνδυνα….
Γιατι έγινε η εξέγερση
Η Ελλάδα βρισκόταν από τις 21 Απριλίου 1967 υπό τη δικτατορική διακυβέρνηση του στρατού, καθεστώς που είχε καταργήσει τις ατομικές ελευθερίες, είχε διαλύσει τα πολιτικά κόμματα και είχε εξορίσει, φυλακίσει και βασανίσει πολιτικούς και πολίτες με κριτήριο τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.
Το 1973 βρίσκει τον ηγέτη της χούντας, Γεώργιο Παπαδόπουλο, να έχει ξεκινήσει μια διαδικασία φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος, η οποία συμπεριλάμβανε την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων και την μερική άρση της λογοκρισίας, καθώς και υποσχέσεις για νέο σύνταγμα και εκλογές στις 10 Φεβρουαρίου 1974 για επιστροφή σε πολιτική διακυβέρνηση. Στελέχη της αντιπολίτευσης, μπόρεσαν έτσι να ξεκινήσουν πολιτική δράση ενάντια της χούντας.
Η χούντα, στην προσπάθειά της να ελέγξει κάθε πλευρά της πολιτικής, είχε αναμιχθεί στον φοιτητικό συνδικαλισμό από το 1967, απαγορεύοντας τις φοιτητικές εκλογές στα πανεπιστήμια, στρατολογώντας υποχρεωτικά τους φοιτητές και επιβάλλοντας μη εκλεγμένους ηγέτες των φοιτητικών συλλόγων στην Eθνική Φοιτητική Ένωση Eλλάδας (ΕΦΕΕ).
Αυτές οι ενέργειες δημιούργησαν έντονα αντιδικτατορικά αισθήματα στους φοιτητές, όπως τον φοιτητή Γεωλογίας Κώστα Γεωργάκη, ο οποίος αυτοπυρπολήθηκε δημόσια το 1970 στην Γένοβα της Ιταλίας σε ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στη χούντα.
Στις 13 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε διαδήλωση μέσα στο Πολυτεχνείο και η χούντα παραβίασε το πανεπιστημιακό άσυλο, δίνοντας εντολή στην αστυνομία να επέμβει.
Έντεκα φοιτητές συλλήφθηκαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη. Με αφορμή αυτά τα γεγονότα, στις 21 Φεβρουαρίου, περίπου τρεις με τέσσερις χιλιάδες φοιτητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κατέλαβαν το κτήριο της σχολής στο κέντρο της Αθήνας επί της οδού Σόλωνος, ζητώντας ανάκληση του νόμου 1347 που επέβαλε την στράτευση «αντιδραστικών νέων», καθώς 88 συμφοιτητές τους είχαν ήδη στρατολογηθεί με τη βία.
Από την ταράτσα του κτηρίου απαγγέλλουν τον ακόλουθο όρκο: «Εμείς οι φοιτηταί των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ορκιζόμαστε στο όνομα της ελευθερίας να αγωνισθούμε μέχρι τέλους για την κατοχύρωση:
α) των ακαδημαϊκών ελευθεριών,
β)του πανεπιστημιακού ασύλου,
γ) της ανακλήσεως όλων των καταπιεστικών νόμων και διαταγμάτων».
Η αστυνομία έλαβε εντολή να επέμβει και πολλοί φοιτητές σε γύρω δρόμους υπέστησαν αστυνομική βία, χωρίς όμως τελικά να παραβιαστεί το πανεπιστημιακό άσυλο. Τα γεγονότα στη Νομική αναφέρονται συχνά ως προάγγελος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Η εξέγερση των φοιτητών επηρεάστηκε επίσης σημαντικά και από τα νεανικά κινήματα της δεκαετίας του ’60, και ειδικά από τα γεγονότα του Μάη του ’68.
Η εξέγερση
“Οι εξεγέρσεις δεν μπαίνουν σε μουσεία,
εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία!!”
Η εξέγερση που ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου του 1973 επρόκειτο να αποτελέσει την κορύφωση των αντιδικτατορικών εκδηλώσεων. Το πρωί εκείνης της ημέρας οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου και αποφάσισαν την κήρυξη αποχής από τα μαθήματα, με αίτημα να γίνουν εκλογές για τους φοιτητικούς συλλόγους τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και όχι στα τέλη του επόμενου χρόνου, όπως είχε ανακοινώσει το καθεστώς.
Ακολούθησαν συνελεύσεις φοιτητών στην Ιατρική και στη Νομική σχολή. Μάλιστα, οι φοιτητές της Νομικής εξέδωσαν ψήφισμα, με το οποίο ζητούσαν την ανάκληση των αποφάσεων της Χούντας για τη διεξαγωγή των φοιτητικών εκλογών, εκδημοκρατισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αύξηση των δαπανών για την παιδεία στο 20% του προϋπολογισμού και ανάκληση του Ν.1347 για την αναγκαστική στράτευση των φοιτητών.
Όσο περνούσε η μέρα άρχισαν να μαζεύονται ολοένα και περισσότεροι φοιτητές στο Πολυτεχνείο, αλλά και άλλοι που πληροφορήθηκαν το νέο. Η αστυνομία αποδείχθηκε ανίκανη να εμποδίσει την προσέλευση του κόσμου. Το απόγευμα πάρθηκε η απόφαση για κατάληψη του Πολυτεχνείου. Οι πόρτες έκλεισαν και από τότε άρχισε η οργάνωση της εξέγερσης. Το πρώτο βήμα ήταν η εκλογή Συντονιστικής Επιτροπής, στην οποία μετείχαν 22 φοιτητές και 2 εργάτες, με σκοπό να καθοδηγήσει τον αγώνα. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν επιτροπές σε όλες τις σχολές για να οργανώσουν την κατάληψη και την επικοινωνία με την ελληνική κοινωνία.
Για το σκοπό αυτό άρχισε να λειτουργεί ένας ραδιοφωνικός σταθμός, αρχικά στο κτήριο του Χημικού και αργότερα στο κτήριο των Μηχανολόγων, με εκφωνητές τη Μαρία Δαμανάκη και τον Δημήτρη Παπαχρήστου. Επιπλέον, στο Πολυτεχνείο εγκαταστάθηκαν πολύγραφοι, που δούλευαν μέρα – νύχτα, για να πληροφορούν τους φοιτητές και τον υπόλοιπο κόσμο για τις αποφάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής και των φοιτητικών συνελεύσεων. Συγκροτήθηκαν συνεργεία φοιτητών, που έγραφαν συνθήματα σε πλακάτ, σε τοίχους, στα τρόλεϊ, στα λεωφορεία και στα ταξί, για να τα γνωρίσουν όλοι οι Αθηναίοι. Στο Πολυτεχνείο οργανώθηκε εστιατόριο και νοσοκομείο, ενώ ομάδες φοιτητών ανέλαβαν την περιφρούρηση του χώρου, ξεχωρίζοντας τους ενθουσιώδεις και δημοκράτες Αθηναίους από τους προβοκάτορες.
Η πρώτη αντίδραση του δικτατορικού καθεστώτος ήταν να στείλει μυστικούς πράκτορες να ανακατευθούν στο πλήθος που συνέρρεε στο Πολυτεχνείο και να ακροβολήσει σκοπευτές στα γύρω κτήρια. Στις 16 Νοεμβρίου μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον του πλήθους που ήταν συγκεντρωμένο έξω από το Πολυτεχνείο, με γκλομπς, δακρυγόνα και σφαίρες ντουμ-ντουμ. Οι περισσότεροι διαλύθηκαν. Όσοι έμειναν έστησαν οδοφράγματα ανατρέποντας τρόλεϊ και συγκεντρώνοντας υλικά από νεοανεγειρόμενες οικοδομές, και άναψαν φωτιές για να εξουδετερώσουν τα δακρυγόνα. Αργότερα, η αστυνομία έκανε χρήση όπλων, χωρίς όμως να πετύχει το στόχο της, την καταστολή της εξέγερσης.
Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, όταν διαπίστωσε ότι η αστυνομία αδυνατούσε να εισέλθει στο Πολυτεχνείο, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το στρατό. Κοντά στο σταθμό Λαρίσης συγκεντρώθηκαν τρεις μοίρες ΛΟΚ και μία μοίρα αλεξιπτωτιστών από τη Θεσσαλονίκη. Τρία άρματα μάχης κατέβηκαν από του Γουδή προς το Πολυτεχνείο. Τα δύο στάθμευσαν στις οδούς Τοσίτσα και Στουρνάρα, αποκλείοντας τις πλαϊνές πύλες του ιδρύματος και το άλλο έλαβε θέση απέναντι από την κεντρική πύλη. Η Συντονιστική Επιτροπή των φοιτητών ζήτησε διαπραγματεύσεις, αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε.
Στις 3 τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου το άρμα που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική πύλη έλαβε εντολή να εισβάλλει. Έπεσε πάνω στην πύλη και την έριξε, παρασέρνοντας στο διάβα του μία κοπέλα που ήταν σκαρφαλωμένη στον περίβολο κρατώντας την ελληνική σημαία. Οι μοίρες των ΛΟΚ, μαζί με ομάδες -μυστικών και μη- αστυνομικών, εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο και κυνήγησαν τους φοιτητές, οι οποίοι πηδώντας από τα κάγκελα προσπάθησαν να διαφύγουν στους γύρω δρόμους. Τους κυνηγούσαν αστυνομικοί, πεζοναύτες, ΕΣΑτζήδες. Αρκετοί σώθηκαν βρίσκοντας άσυλο στις γύρω πολυκατοικίες, πολλοί συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στη Γενική Ασφάλεια και στην ΕΣΑ.
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Αστυνομίας, στις 17 Νοεμβρίου συνελήφθησαν 840 άτομα. Όμως, μετά τη Μεταπολίτευση, αξιωματικοί της Αστυνομίας, ανακρινόμενοι, ανέφεραν ότι οι συλληφθέντες ξεπέρασαν τα 2400 άτομα. Οι νεκροί επισήμως ανήλθαν σε 34 άτομα. Στην ανάκριση που διενεργήθηκε το φθινόπωρο του 1975 εναντίον των πρωταιτίων της καταστολής εντοπίστηκαν 21 περιπτώσεις θανάσιμου τραυματισμού. Ωστόσο, τα θύματα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερα, διότι πολλοί βαριά τραυματισμένοι, προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη, αρνήθηκαν να διακομιστούν σε νοσοκομείο.
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος κήρυξε στρατιωτικό νόμο, αλλά στις 25 Νοεμβρίου ανατράπηκε με πραξικόπημα. Πρόεδρος ορίστηκε ο αντιστράτηγος Φαίδων Γκιζίκης και πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος. Όμως ο ισχυρός άνδρας του νέου καθεστώτος ήταν ο διοικητής της Στρατιωτικής Αστυνομίας, ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, που επέβαλλε ένα καθεστώς σκληρότερο από εκείνο του Παπαδόπουλου.
Η δικτατορία κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου του 1974, αφού είχε ήδη προηγηθεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ο Γκιζίκης και ο αντιστράτηγος Ντάβος, διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού, κάλεσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να επιστρέψει στην Ελλάδα για να επαναφέρει τη δημοκρατική διακυβέρνηση.
Τα συνθήματα
Τα συνθήματα που βροντοφώναξε ο λαός τον Νοέμβρη του 1973, έγιναν ζωγραφιές στους τοίχους: «Απόψε πεθαίνει ο φασισμός», «Εργάτες, αγρότες και φοιτητές», «Εξω οι Αμερικάνοι», «Εξω από το ΝΑΤΟ», «Λαέ πεινάς γιατί δεν πολεμάς», «Λαέ πολέμα σου πίνουνε το αίμα», «Κάτω ο Παπαδόπουλος», «Κάτω η Χούντα», «Η Χούντα στο απόσπασμα», «Απόψε θα γίνει Ταϊλάνδη», «Λαέ, λαέ ή τώρα ή ποτέ», «Θάνατος στον τύραννο», «Θάνατος στον φασισμό», «Ουε! Γραμματείς, Φαρισαίοι, Υποκριταί», «Οι φοιτητές δεν βολεύονται, βουλεύονται», «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία»...
Με αυτά τα συνθήματα οδηγήθηκε στην εξέγερση του Νοέμβρη, με στόχο καλύτερες συνθήκες ζωής. Συνθήματα με πολιτικό περιεχόμενο και στόχους, για ανατροπή του φασιστικού καθεστώτος, για απεξάρτηση της χώρας από ξένους ιμπεριαλιστικούς στρατιωτικούς και πολιτικούς οργανισμούς, για εθνική ανεξαρτησία, για δημοκρατία και λαϊκή κυριαρχία, για το δικαίωμα στην εργασία, στη μόρφωση. Αυτά ήταν τα οράματα της νεολαίας του Νοέμβρη.
Οι νεκροί του Πολυτεχνείου
Η πρώτη λίστα με τους καταγεγραμμένους νεκρούς της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου, όπως δόθηκε σε συνέντευξη Τύπου που διοργάνωσε ο υφυπουργός της Χούντας Σπύρος Ζουρνατζής στις 19 Νοεμβρίου 1973, από τον προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών Δημήτρη Καψάσκη. Αναφέρονται τα ονόματα των νεκρών που είχαν νεκροτομηθεί ως το απόγευμα της Κυριακής 18 Νοεμβρίου 1973.
Στρατιώτες και αστυνομικοί έβαλαν με πραγματικά πυρά κατά πολιτών μέχρι και την επόμενη μέρα, με συνέπεια αρκετούς θανάτους στον χώρο γύρω από το Πολυτεχνείο, αλλά και στην υπόλοιπη Αθήνα.
Η πρώτη επίσημη καταγραφή τον Οκτώβριο του 1974, από τον εισαγγελέα Δημήτρη Τσεβά, εντόπισε 18 επίσημους ή πλήρως βεβαιωθέντες νεκρούς και 16 άγνωστους «βασίμως προκύπτοντες».
Ένα χρόνο αργότερα ο αντιεισαγγελέας εφετών Ιωάννης Ζαγκίνης έκανε λόγο για 23 νεκρούς, ενώ κατά τη διάρκεια της δίκης που ακολούθησε προστέθηκε ακόμη ένας.
Οι πρώτες δημοσιογραφικές προσπάθειες για την καταγραφή των γεγονότων μιλούσαν για 59 νεκρούς ή και 79 θύματα, με βάση τον κατάλογο Γεωργούλα.
Σύμφωνα με έρευνα του Διευθυντή Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Λεωνίδα Καλλιβρετάκη το 2003, ο αριθμός των επωνύμων νεκρών ανέρχονταν σε 23, ενώ αυτός των νεκρών αγνώστων στοιχείων σε 16.
Ο Χρήστος Λάζος υποστήριξε ότι οι νεκροί είναι 83 και ίσως περισσότεροι. Ανάμεσά τους ο 19χρονος Μιχάλης Μυρογιάννης, ο μαθητής λυκείου Διομήδης Κομνηνός και ένα πεντάχρονο αγόρι από πυρά στου Ζωγράφου. Κατά τη δίκη των υπευθύνων της χούντας υπήρξαν μαρτυρίες για τον θάνατο πολλών πολιτών κατά τη διάρκεια της εξέγερσης. Τέλος, χιλιάδες σύμφωνα με εκτιμήσεις ήταν οι τραυματίες πολίτες.
Κατάλογος νεκρών πολυτεχνείου
Ακολουθεί αναλυτικά ο κατάλογος των νεκρών του Πολυτεχνείου σύμφωνα με την έρευνα του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών:
Σπυρίδων Κοντομάρης του Αναστασίου, 57 ετών, δικηγόρος (πρώην βουλευτής Κερκύρας της Ένωσης Κέντρου), κάτοικος Αγίου Μελετίου, Αθήνα. Στις 16.11.1973, γύρω στις 20.30-21.00, ενώ βρισκόταν στη διασταύρωση οδών Γεωργίου Σταύρου & Σταδίου, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έριχνε η Αστυνομία κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.
Διομήδης Κομνηνός του Ιωάννη, 17 ετών, μαθητής, κάτοικος Λευκάδος 7, Αθήνα. Στις 16.11.1973, μεταξύ 21.30 και 21.45, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλους διαδηλωτές στη διασταύρωση των οδών Αβέρωφ & Μάρνη, τραυματίστηκε θανάσιμα στην καρδιά από πυρά που έριξαν εναντίον του άνδρες της φρουράς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. και από εκεί, νεκρός πλέον, στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών (όπως λεγόταν τότε το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο).
Σωκράτης Μιχαήλ, 57 ετών, εμπειρογνώμων ασφαλιστικής εταιρείας, κάτοικος Περιστερίου Αττικής. Στις 16.11.1973, μεταξύ 21.00 και 22.30, ενώ βρισκόταν μεταξύ των οδών Μπουμπουλίνας και Σόλωνος, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έριχνε η Αστυνομία κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να υποστεί απόφραξη της αριστεράς στεφανιαίας. Μεταφέρθηκε ημιθανής στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. (F Σεπτεμβρίου), όπου και πέθανε.
Toril Margrethe Engeland του Per Reidar, 22 ετών, φοιτήτρια από το Molde της Νορβηγίας. Στις 16.11.1973, γύρω στις 23.30, τραυματίστηκε θανάσιμα στο στήθος από πυρά της φρουράς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε από διαδηλωτές στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ» και αργότερα, νεκρή ήδη, στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ι.Κ.Α. Ανακριβώς είχε αναφερθεί αρχικά από την Αστυνομία ως «Αιγυπτία Τουρίλ Τεκλέτ» και η παρεξήγηση αυτή επιβιώνει ακόμη σε κάποιους «καταλόγους νεκρών».
Βασίλειος Φάμελλος του Παναγιώτη, 26 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος, από τον Πύργο Ηλείας, κάτοικος Κάσου 1, Κυψέλη, Αθήνα. Στις 16.11.1973, γύρω στις 23.30, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά της φρουράς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε από διαδηλωτές στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. και από εκεί, νεκρός πλέον, στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών.
Γεώργιος Σαμούρης του Ανδρέα, 22 ετών, φοιτητής Παντείου, από την Πάτρα, κάτοικος πλατείας Κουντουριώτου 7, Κουκάκι. Στις 16.11.1973 γύρω στις 24.00, ενώ βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή του Πολυτεχνείου (Καλλιδρομίου και Ζωσιμάδων), τραυματίστηκε θανάσιμα στον τράχηλο από πυρά της αστυνομίας. Μεταφέρθηκε στο πρόχειρο ιατρείο του Πολυτεχνείου, όπου απεβίωσε. Από εκεί μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ι.Κ.Α. Ανακριβώς είχε αναφερθεί αρχικά από την Αστυνομία ως «Χαμουρλής».
Δημήτριος Κυριακόπουλος του Αντωνίου, 35 ετών, οικοδόμος, από τα Καλάβρυτα, κάτοικος Περιστερίου Αττικής. Κατά τις βράδυνες ώρες της 16.11.1973 ενώ βρισκόταν στην περιοχή του Πολυτεχνείου, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια και στη συνέχεια κτυπήθηκε από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, συνεπεία των οποίων πέθανε, από οξεία ρήξη αορτής, τρεις ημέρες αργότερα, στις 19.11.1973, ενώ μεταφερόταν στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ.
Σπύρος Μαρίνος του Διονυσίου, επονομαζόμενος Γεωργαράς, 31 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος, από την Εξωχώρα Ζακύνθου. Κατά τις βράδυνες ώρες της 16.11.1973, ενώ βρισκόταν στην περιοχή του Πολυτεχνείου, κτυπήθηκε από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, και υπέστη κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Μεταφέρθηκε στο Θεραπευτήριο Πεντέλης, όπου πέθανε τη Δευτέρα, 19.11.1973, από οξύ αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Τάφηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου στις 9.9.1974, έγινε τελετή στη μνήμη του.
Νικόλαος Μαρκούλης του Πέτρου, 24 ετών, εργάτης, από το Παρθένι Θεσσαλονίκης, κάτοικος Χρηστομάνου 67, Σεπόλια, Αθήνα, εργάτης. Κατά τις πρωινές ώρες της 17.11.1973, ενώ βάδιζε στην πλατεία Βάθης, τραυματίστηκε στην κοιλιά από ριπή στρατιωτικής περιπόλου. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε τη Δευτέρα 19.11.1973.
Αικατερίνη Αργυροπούλου σύζυγος Αγγελή, 76 ετών, κάτοικος Κέννεντυ και Καλύμνου, Άγιοι Ανάργυροι Αττικής. Στις 10.00 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού της, τραυματίστηκε στην πλάτη από σφαίρα. Διακομίστηκε στην κλινική «Παμμακάριστος» (Κάτω Πατήσια), όπου νοσηλεύτηκε επί ένα μήνα και κατόπιν μεταφέρθηκε στο σπίτι της, όπου πέθανε συνεπεία του τραύματος της μετά από ένα εξάμηνο (Μάιος 1974).
Στυλιανός Καραγεώργης του Αγαμέμνονος, 19 ετών, οικοδόμος, κάτοικος Μιαούλη 38, Νέο Ηράκλειο Αττικής. Στις 10.15 το πρωί της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλους διαδηλωτές στην οδό Πατησίων, μεταξύ των κινηματογράφων «ΑΕΛΑΩ» και «ΕΑΛΗΝΙΣ», τραυματίστηκε από ριπή πολυβόλου που έριξε εναντίον τους περίπολος πεζοναυτών που επέβαινε ενός τεθωρακισμένου οχήματος. Μεταφέρθηκε στο Κ.Α.Τ., όπου πέθανε μετά από 12 μέρες, στις 30.11.1973.
Μάρκος Καραμανής του Δημητρίου, 23 ετών, ηλεκτρολόγος, από τον Πειραιά, κάτοικος Χίου 35, Αιγάλεω. Στις 10.30 περίπου το πρωί της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην ταράτσα πολυκατοικίας επί της πλατείας Αιγύπτου 1, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά της στρατιωτικής φρουράς που ενέδρευε στην ταράτσα του Ο.Τ.Ε. (αυτουργός ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Αυμπέρης, 573ου Τάγματος Πεζικού). Μεταφέρθηκε στην κλινική «Παντάνασσα» (πλατεία Βικτωρίας), όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.
Αλέξανδρος Σπαρτίδης του Ευστρατίου, 16 ετών, μαθητής, από τον Πειραιά, κάτοικος Αγίας Λαύρας 80, Αθήνα. Στις 10.30 με 11.00 περίπου το πρωί της 17.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Κότσικα, τραυματίστηκε θανάσιμα στην κοιλιά από πυρά της στρατιωτικής φρουράς που ενέδρευε στην ταράτσα του Ο.Τ.Ε. (αυτουργός ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δυμπέρης, 573ου Τάγματος Πεζικού). Με διαμπερές τραύμα μεταφέρθηκε στο Κ.Α.Τ., όπου τον βρήκε νεκρό ο πατέρας του.
Δημήτριος Παπαϊωάννου, 60 ετών, διευθυντής ταμείου αλευροβιομηχάνων, κάτοικος Αριστομένους 105, Αθήνα. Γύρω στις 11.30 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Ομονοίας, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έριχνε η Αστυνομία. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του, συνεπεία εμφράγματος.
Γεώργιος Γεριτσίδης του Αλεξάνδρου, 47 ετών, εφοριακός υπάλληλος, κάτοικος Ελπίδος 29, Νέο Ηράκλειο Αττικής. Στις 12.00 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο του στα Νέα Λιόσια, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά που διέσχισαν τον ουρανό του αυτοκινήτου. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε αυθημερόν.
Βασιλική Μπεκιάρη του Φωτίου, 17 ετών, εργαζόμενη μαθήτρια, από τα Αμπελάκια Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας, κάτοικος Μεταγένους 8, Νέος Κόσμος. Στις 12.00 το μεσημέρι της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην ταράτσα του σπιτιού της, τραυματίστηκε θανάσιμα στον αυχένα από πυρά. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών και στη συνέχεια στον «Ευαγγελισμό», όπου πέθανε αυθημερόν.
Δημήτρης Θεοδώρας του Θεοφάνους, 5 1/2 ετών, κάτοικος Ανακρέοντος 2, Ζωγράφου. Στις 13.00, της 17.11.1973, ενώ διέσχιζε με τη μητέρα του τη διασταύρωση της οδού Ορεινής Ταξιαρχίας με τη λεωφόρο Παπάγου στου Ζωγράφου, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά στρατιωτικής περιπόλου με επικεφαλής αξιωματικό (πιθανόν ο ίλαρχος).
Σπυρίδων Σταθάκης του Κ.Ε.Τ/Θ), που βρισκόταν ακροβολισμένη στο λόφο του Αγίου Θεράποντος. Εξέπνευσε ακαριαία και όταν μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο των Παίδων, απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατος του.
Αλέξανδρος Βασίλειος (Μπασρί) Καράκας, 43 ετών, Αφγανός τουρκικής υπηκοότητας, ταχυδακτυλουργός, κάτοικος Μύρων 10, Άγιος Παντελεήμονας, Αθήνα. Στις 13.00, της 17.11.1973, ενώ βάδιζε με τον 13χρονο γιο του στη διασταύρωση των οδών Χέϋδεν και Αχαρνών, τραυματίστηκε θανάσιμα στην κοιλιά από ριπή μυδραλίου τεθωρακισμένου στρατιωτικού οχήματος. Μεταφέρθηκε απευθείας στο νεκροτομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.
Αλέξανδρος Παπαθανασίου του Σπυρίδωνος, 59 ετών, συνταξιούχος εφοριακός, από το ΚεράσοΒο Αιτωλοακαρνανίας, κάτοικος Νάξου 116, Αθήνα. Στις 13.30 της 18.11.1973, ενώ βάδιζε με τις ανήλικες κόρες του στη διασταύρωση των οδών Δροσοπούλου και Κύθνου, απέναντι από το ΙΣΤ’ Αστυνομικό Τμήμα, βρέθηκε εν μέσω πυρών, προερχομένων από τους αστυνομικούς του Τμήματος, με αποτέλεσμα να πάθει συγκοπή. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.
Ανδρέας Κούμπος του Στέργιου 63 ετών, βιοτέχνης, από την Καρδίτσα, κάτοικος Αμαλιάδος 12, Κολωνός. Γύρω στις 11.00 με 12.00 της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Γ’ Σεπτεμβρίου και Καποδιστρίου, τραυματίστηκε στη λεκάνη από πυρά μυδραλίου τεθωρακισμένου στρατιωτικού οχήματος. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., κατόπιν στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών και τέλος στο Κ.Α.Τ., όπου και πέθανε στις 30.1.1974.
Μιχαήλ Μυρογιάννης του Δημητρίου, 20 ετών, ηλεκτρολόγος, από τη Μυτιλήνη, κάτοικος Ασημάκη Φωτήλα 8, Αθήνα. Στις 12.00 το μεσημέρι της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Στουρνάρη, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά περιστρόφου αξιωματικού του Στρατού (αυτουργός ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ντερτιλής). Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. σε κωματώδη κατάσταση και κατόπιν στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε αυθημερόν.
Κυριάκος Παντελεάκης του Δημητρίου, 44 ετών, δικηγόρος, από την Κροκέα Λακωνίας, κάτοικος Φερρών 5, Αθήνα. Στις 12.00 με 12.30 το μεσημέρι της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Γλάδστωνος, τραυματίστηκε θανάσιμα από πυρά διερχομένου άρματος μάχης. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου και πέθανε στις 27.12.1973.
Ευστάθιος Κολινιάτης, 47 ετών, από τον Πειραιά, κάτοικος Νικοπόλεως 4, Καματερό Αττικής. Κτυπήθηκε στις 18.11.1973 από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, και υπέστη κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, συνεπεία των οποίων πέθανε στις 21.11.1973.
Ιωάννης Μικρώνης του Αγγέλου, 22 ετών, φοιτητής στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών, από την Άνω Αλισσό Αχαΐας. Συμμετείχε στην κατάληψη του Πανεπιστημίου Πατρών. Κτυπήθηκε μετά τα γεγονότα, υπό συνθήκες που παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστες. Συνεπεία της κακοποίησης του υπέστη ρήξη του ήπατος, εξαιτίας της οποίας πέθανε στις 17.12.1973 στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου νοσηλευόταν. Σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, ο τραυματισμός του συνέβη στην Πάτρα, άλλες όμως πληροφορίες τον τοποθετούν στην Αθήνα. Η περίπτωση του παραμένει υπό έρευνα.
Τα βασανιστήρια στην οδό Μπουμπουλίνας
Οι συλλήψεις γίνονταν συνήθως νύχτα και στην πλειοψηφία τους χωρίς εντάλματα. Πολλοί μάλιστα συλλαμβάνονταν χωρίς να τους απαγγελθεί κατηγορία και κρατούνταν στην Ασφάλεια για μέρες ή μήνες ή προληπτικά, με τη δικαιολογία ότι έπρεπε να δώσουν «διευκρινήσεις». Πηγές της εποχής κάνουν λόγο για 87.000 κρατούμενους χωρίς κατηγορίες.
Πολλοί συλληφθέντες οδηγούνται στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, στη Μπουμπουλίνας, στο άντρο των βασανιστών Μάλλιου, Μπάμπαλη και Λάμπρου. Επρόκειτο για σύγχρονο κολαστήριο, στο οποίο ανακρίνονταν με συστηματική χρήση βασανιστηρίων χιλιάδες συλληφθέντες Αριστεροί και γενικότερα πολιτικοί αντίπαλοι του καθεστώτος.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι βασανιστές της Ασφάλειας ήταν: σωματική κακοποίηση, ξύλο, φάλαγγα, αυστηρή απομόνωση σε άθλιες συνθήκες, εκφοβισμός, ταπείνωση, εικονικές εκτελέσεις, ηλεκτροσόκ με τη συμμετοχή ιατρικού προσωπικού που υπηρετούσε τη χούντα (π.χ. Καραγκουνάκης, γενικός διευθυντής του 401 ΓΣΝ). Εκείνη την περίοδο όλη η γειτονιά ανατριχιάζει από τις φωνές των βασανισθέντων στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας, αναφέρουν μαρτυρίες.
«Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας έχει το πιο γνωστό πλυσταριό του κόσμου. Ασφαλίτικη επινοητικότητα με τα πιο μηδαμινά μέσα, έναν πάγκο, ένα σκοινί και μερικά στειλιάρια δημιούργησαν μια από τις πιο ένδοξες αίθουσες βασανιστηρίων της εποχής μας» θα γράψει ο Περικλής Κοροβέσης στο βιβλίο Ανθρωποφύλακες. Το “πανηγύρι” στη διεστραμμένη αργκό των βασανιστών, δηλαδή το ανέβασμα στην ταράτσα, αποτελούσε την έναρξη των συστηματικών και απάνθρωπων βασανιστηρίων, που τελούνταν ενώ οι συλληφθέντες ήταν δεμένοι στον πάγκο. Η βιαιότητα των βασανιστηρίων ήταν τέτοια ώστε 22 άτομα πέθαναν κατά τη διάρκεια της κράτησης τους και άλλα 21 λίγες μέρες ή μέσα σε ένα χρόνο από τότε που αποφυλακίστηκαν.
Η κτηνωδία της οδού Μπουμπουλίνας αποτυπώθηκε στους τίτλους των εφημερίδων μετά την πτώση της δικτατορίας και κατά τη διάρκεια των δικών των βασανιστών: «Διεστραμμένοι βιαστές και σάτυροι στο άντρο της Ασφάλειας», «Αυτοί δεν ήταν ικανοί να φερθούν με ανθρωπιά», «Η Ασφάλεια ξεπέρασε την ΕΣΑ σε κτηνώδη φαντασία», «Ανασκολόπιζαν και έδερναν αλύπητα και με ‘επιστήμη’», ήταν κάποιοι τίτλοι που κοσμούσαν τα άρθρα των εφημερίδων, μετά από τις καταθέσεις των θυμάτων.
Το να μην σπάσεις, να μη λυγίσεις απέναντι στα βασανιστήρια δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η πίστη στο όραμα μιας ελεύθερης κοινωνίας, η ηθικά νομιμοποιημένη σύγκρουση με τον παραλογισμό ενός καταπιεστικού και αυταρχικού καθεστώτος, και κυρίως η συλλογικοποίηση της κοινής τραυματικής εμπειρίας και η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατουμένων ήταν εκείνα τα στοιχεία που τους στήριξαν τις δύσκολες στιγμές. Το σύνθημα παλιών αριστερών κρατουμένων «Αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαΐ σου, διάβαζε πολύ», δηλαδή, αγάπα τον χώρο που ζεις για να μη σε πνίξουν οι τέσσερις τοίχοι, τρώγε για να μην πάθεις φυματίωση και πεθάνεις, διάβαζε για να μπορεί να ξεφεύγει το μυαλό, αποτέλεσε οδηγό σε αυτή τη μάχη.
Τα βασανιστήρια επί επταετίας δεν αποτελούσαν μεμονωμένα περιστατικά και παρεκτροπές των σωμάτων ασφαλείας, αντίθετα αποτέλεσαν το βασικό μέσο της δικτατορίας (μαζί με τις εξορίες και τα στρατοδικεία) για τη σωματική, ηθική και πολιτική εξόντωση των αντιπάλων της. Ήταν μέσο «αναπαιδαγωγήσεως των Ελλήνων, ώστε να εξυγιάνουν τους εαυτούς τους και να συγκροτήσουν τον περιούσιον λαόν του Κυρίου» σύμφωνα με τα λεχθέντα του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Μάλιστα ο θεωρητικός της χούντας Γεωργαλάς πρότεινε την εφαρμογή «εκτεταμένων ψυχοθεραπευτικών προγραμμάτων».
Πιο κυνικός ο διοικητής του ΕΑΤ-ΕΣΑ Θεοφιλογιαννάκος καμάρωνε: «Θέλουμε να ακούει ο κόσμος πως βασανίζουμε και να τρέμει. Γκάγκστερς δε μας λέτε; Έ, λοιπόν, τέτοιοι είμαστε. Εγώ είμαι ο Θεοφιλογιαννάκος, ο γνωστός βασανιστής!». «Τα βασανιστήρια είναι απαραίτητα για την προστασία του πολιτισμού μας» δήλωνε σε δικηγόρο της Διεθνούς Αμνηστίας ένας από τους ηγέτες της Χούντας, η οποία, σύμφωνα με στρατηγό του αμερικάνικου Πεντάγωνου, «ήταν, που να πάρει ο διάολος, η καλύτερη κυβέρνηση μετά τον Περικλή!».
Εκτελεστής των δημοκρατικών δικαιωμάτων
Οι συστηματικές καταγγελίες για χρήση βασανιστηρίων από το καθεστώς ξεκίνησαν από τους αυτοεξόριστους έλληνες στο εξωτερικό. Οι πραξικοπηματίες διαρρήγνυαν τα ιμάτια τους απέναντι στις κατηγορίες, τις οποίες απέδιδαν σε ψίθυρο των ανθελλήνων και δάκτυλο κομμουνιστών.
Ήδη από τον Δεκέμβριο του 1967, ο Τζέιμς Μπέκετ, δικηγόρος της Διεθνούς Αμνηστίας κατεφτασε στην Ελλάδα ως ερευνητής διμελούς ομάδας της Διεθνούς Αμνηστίας, με σκοπό να καταγράψει την ευρεία χρήση βασανιστηρίων. Ο Μπέκετ ανέλαβε την έρευνα των περιστατικών και τις επαφές με τα θύματα των βασανιστών.
Συνέταξαν δύο μελέτες. Η δεύτερη κατονόμαζε τα θύματα. Αυτό οδήγησε στην καταγγελία του δικτατορικού καθεστώτος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το 1969 γίνεται καταγγελία εναντίον της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο, στην οποία περιλαμβάνεται ο φάκελος «Βασανιστήρια» που είχε εκδώσει η επιθεώρηση Athènes-Presse Libre, το 1969. Η ανατριχιαστική μαρτυρία του Περικλή Κοροβέση δημοσιεύεται επώνυμα στο περιοδικό Look (Μάιος 1969).
Ο ντόρος που είχε προκληθεί οδήγησε στην αναγκαστική αποχώρηση της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης λόγω των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την οποία κατήγγειλαν και οι σκανδιναβικές χώρες με ένταση.
Ωστόσο τα βασανιστήρια δεν τα είδαν όλοι: ο ερευνητής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Μαρτί δεν βρήκε την ταράτσα της Μπουμπουλίνας, ενώ ο Αμερικανός γερουσιαστής Πουσίσκυ «αφού συνομίλησε με εκατοντάδες κρατουμένων, κατέληξε εις το συμπέρασμα ότι αι καταγγελίαι περί βασανιστηρίων ήσαν τελείως αναληθείς και καθαρά μυθεύματα». Το ίδιο ίσχυσε και για τους Εγγλέζους βουλευτές που συμμετείχαν στην αποστολή Φρέιζερ.
Μετά την πτώση της χούντας μηνύσεις κατατέθηκαν εναντίον 150 αστυνομικών-βασανιστών. Ωστόσο το μαχαίρι της αποχουντοποίησης δεν έφτασε στο κόκκαλο και τελικά στο εδώλιο του κατηγορουμένου οδηγήθηκαν μόλις 16. Από αυτούς τους ελάχιστους, άλλοι αθωώθηκαν από τα Εφετεία και άλλοι καταδικάστηκαν για απλές σωματικές βλάβες, ενώ τους επιβλήθηκαν εξαγοράσιμες ποινές. Ακόμη και τα ηγετικά μέλη της ΕΣΑ (Χατζηζήσης, Θεοφιλογιαννάκος, Πέτρου) που δικάστηκαν από στρατοδικείο και καταδικάστηκαν, δεν εξέτισαν το σύνολο της ποινής τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι στη διάκρεια των δικών οι βασανιστές αντέκρουσαν όλες τις κατηγορίες και δήλωσαν ότι έκαναν απλά το καθήκον τους. Παρά τις μαρτυρίες των θυμάτων κανένας αστυνομικός της Ασφάλειας δεν έδειξε μετανοημένος. Ούτε ένας δεν παραδέχτηκε έστω μια πράξη βίας…
Το μοντέλο βασανιστή
Στη μαρτυρία του Π. Κοροβέση για τους βασανιστές του αναφέρεται: «Είχαν την έκφραση ανθρώπου που αγόραζε καινούργιο ρούχο ή τηλεόραση. Το γλεντάγανε.» Η πρωτοποριακή, ψυχολογική και κοινωνική μελέτη της καθηγήτριας Ψυχολογίας, Μίκας Χαρίτου-Φατούρου, για τους βασανιστές της ΕΤΑ-ΕΣΑ (Ο βασανιστής ως όργανο της κρατικής εξουσίας. Ψυχολογικές καταβολές, Ελληνικά Γράμματα, 2003), η οποία παρακολούθησε την πρώτη δίκη των βασανιστών στην Αθήνα, αναδεικνύει το μοντέλο βασανιστή της επταετίας. Επρόκειτο για νέους, πάνω-κάτω 22 ετών, που πέρασαν από τον στρατό στα κέντρα εκπαίδευσης της Στρατιωτικής Αστυνομίας και κατέληξαν στους θαλάμους βασανιστηρίων.
Οι υποψήφιοι βασανιστές, νέοι, κυρίως από φτωχές αγροτικές οικογένειες, με «καθαρό» οικογενειακό πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων επιλέχθηκαν από ένα προσεκτικά σχεδιασμένο σύστημα εκπαίδευσης, που τους υπέβαλε σε ξυλοδαρμούς, «καψόνια», ηθική εκμηδένιση, βρισιές, βουρδουλιές, ουρλιαχτά, με τα οποία υποδέχονταν οι παλαιότεροι οπλίτες και εκπαιδευτές τους υποψήφιους της ΕΣΑ. Αυτό το περιβάλλον του απόλυτου παραλογισμού και της τρομοκρατίας γινόταν μέρος του τελετουργικού μύησης των «Εσατζήδων» στο σώμα των «διαλεχτών» του συστήματος. Έδιναν όρκο υπακοής και πίστης στην «επανάσταση της 21ης Απριλίου», στον Παπαδόπουλο και τον Ιωαννίδη. Μόλις έπαιρναν το πηλίκιο, όφειλαν να εφαρμόσουν τα βιώματα της εκπαίδευσής τους. Να συμμετέχουν στα ομαδικά ή ατομικά βασανιστήρια των θυμάτων τους, επιτηρούμενοι από τους αξιωματικούς. Όταν στη διάρκεια των βασανιστηρίων αποσπούσαν πληροφορίες από τα θύματά τους, εξαργύρωναν περήφανοι την «επιτυχία» τους, ανάμεσα σε άλλα και με άδεια από τη «δουλειά», για να επιστρέψουν λίγες ημέρες στη «φυσιολογική» ζωή, στον έξω κόσμο, στις οικογένειές τους. Το μοντέλο αυτό ακολουθούταν και από τους βασανιστές της Μπουμπουλίνας.
Παράρτημα: Λίγα λόγια για το κτήριο
Η πολυκατοικία στην οδό Μπουμπουλίνας χαρακτηρίζεται το 1932 ως υπόδειγμα πρώιμου μοντερνισμού. Ιδιοκτήτης της ο γιατρός Κ. Λογοθετόπουλος, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την ανιψιά του στρατάρχη Λιστ, επικεφαλής των δυνάμεων της Βέρμαχτ που επιτέθηκαν στη χώρα, χρημάτισε υπουργός Παιδείας και Υγείας στην κυβέρνηση Τσολάκογλου και κατοχικός πρωθυπουργός από τις 2 Δεκεμβρίου 1942 έως τις 7 Απριλίου 1943. Στη δεκαετία του 1950 η πολυκατοικία νοικιάστηκε από την Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών. Στη δεκαετία του ’80 αγοράστηκε από το ΚΚΕ, και μέχρι τα τέλη της στεγαζόταν εκεί η Κομματική Οργάνωση Αθήνας. Το 1993 αγοράστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Η δίκη για τα γεγονότα
Στις 30 Δεκεμβρίου του 1975 και μετά από ακροαματική διαδικασία 2,5 μηνών και διάσκεψη 6 ημερών ενώπιον του πενταμελούς εφετείου Αθηνών, εκδόθηκε η απόφαση του δικαστηρίου το οποίο κήρυξε ένοχους τους 20 από τους 32 κατηγορούμενους, αθωώνοντας 12.
Οι κύριες ποινές που επιβλήθηκαν ήταν:
Δημήτριος Ιωαννίδης (αρχηγός της ΕΣΑ την περίοδο της εξέγερσης): 7 φορές ισόβια για ηθική αυτουργία σε 7 ανθρωποκτονίες από πρόθεση και 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για ηθική αυτουργία σε 38 απόπειρες ανθρωποκτονιών και πρόκληση διάπραξης κακουργημάτων, καθώς και διαρκής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Γεώργιος Παπαδόπουλος (εν ενεργεία δικτάτορας την περίοδο της εξέγερσης): 25 χρόνια κάθειρξη για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονίες.
Φραγκφούρτη: Επίθεση σε περαστικούς κοντά στην πόλη- 4 Τραυματίες
Γερμανία: Πρόστιμο εάν οδηγείτε με Μάσκα- Τι πρέπει να προσέξετε;